Ταξιδιωτικός οδηγός του MANIFESTO SUITES

Γρηγόρης
Γρηγόρης
Ταξιδιωτικός οδηγός του MANIFESTO SUITES

Γειτονιές

Οι νεόκτιστες σουίτες μας βρίσκονται μια ανάσα μακριά από το κάστρο της Μονεμβασίας. Η ιδανική τοποθεσία, με αμφιθεατρική θεά τη θάλασσα και το κάστρο σε ένα ήσυχο τοπίο θα κάνουν την διαμονή σας αξέχαστη! Στα 230 μέτρα θα βρείτε το παντοπωλείο "Αναστασάκη" για τα είδη πρώτης ανάγκης και το φαρμακείο "Μπαρμπάγιαννης Σταύρος" στα 1,4 χλμ .Η γνωστή παραλία για τους ντόπιους με ψιλό αμμοχάλικο, "Αμπελάκια" βρίσκετε στα 2χλμ και η Ούγκα με βότσαλο στα 4.5 χλμ. Τα πιο κοντινά σε μας εστιατόρια είναι το "Αθίβολη" στα 1.4 χλμ και η πιτσαρία "Δερμάτης" στα 400μ.
Trochalia
Οι νεόκτιστες σουίτες μας βρίσκονται μια ανάσα μακριά από το κάστρο της Μονεμβασίας. Η ιδανική τοποθεσία, με αμφιθεατρική θεά τη θάλασσα και το κάστρο σε ένα ήσυχο τοπίο θα κάνουν την διαμονή σας αξέχαστη! Στα 230 μέτρα θα βρείτε το παντοπωλείο "Αναστασάκη" για τα είδη πρώτης ανάγκης και το φαρμακείο "Μπαρμπάγιαννης Σταύρος" στα 1,4 χλμ .Η γνωστή παραλία για τους ντόπιους με ψιλό αμμοχάλικο, "Αμπελάκια" βρίσκετε στα 2χλμ και η Ούγκα με βότσαλο στα 4.5 χλμ. Τα πιο κοντινά σε μας εστιατόρια είναι το "Αθίβολη" στα 1.4 χλμ και η πιτσαρία "Δερμάτης" στα 400μ.

Αξιοθέατα

Το χωριό της Αγγελώνας με ιστορία 350 ετών, είναι ένας οικισμός του Δήμου Μονεμβασιάς ο οποίος αρχικά διαμορφώθηκε από μετανάστες προερχόμενους από την Κρήτη και από περιοχές της Πελοποννήσου και κυρίως την Κόρινθο. Στην περιοχή αξιόλογα μνημεία αποτελούν, ο λιθόκτιστος ναός της Ευαγγελίστριας, τα ερείπια του μικρού ναού του Αρχαγγέλου, τα γειτνιάζοντα παλιά πηγάδια, η «γούρνα» και τα παλιά λιθόκτιστα σπίτια. Επίσης σώζονται μυκηναϊκός τάφος στην περιοχή Μπάστιζα και πρωτοελλαδικά, υστεροελλαδικά και ρωμαϊκά ευρήματα στην περιοχή Κολίρι.
Aggelona
Το χωριό της Αγγελώνας με ιστορία 350 ετών, είναι ένας οικισμός του Δήμου Μονεμβασιάς ο οποίος αρχικά διαμορφώθηκε από μετανάστες προερχόμενους από την Κρήτη και από περιοχές της Πελοποννήσου και κυρίως την Κόρινθο. Στην περιοχή αξιόλογα μνημεία αποτελούν, ο λιθόκτιστος ναός της Ευαγγελίστριας, τα ερείπια του μικρού ναού του Αρχαγγέλου, τα γειτνιάζοντα παλιά πηγάδια, η «γούρνα» και τα παλιά λιθόκτιστα σπίτια. Επίσης σώζονται μυκηναϊκός τάφος στην περιοχή Μπάστιζα και πρωτοελλαδικά, υστεροελλαδικά και ρωμαϊκά ευρήματα στην περιοχή Κολίρι.
Συστάθηκε σε Κοινότητα το 1956. Έως τότε συγκροτούσαν ενιαία κοινότητα με τον Κάμπο Βοιών. Το όνομα Άγιοι Απόστολοι το πήραν από την εκκλησία που υπάρχει εκεί και χρονολογείται πριν το 1900. Πολλοί χρησιμοποιούσαν και την ονομασία Νέος Κόσμος. Κύρια προϊόντα ήταν το φιστίκι, λάδι, σύκα, στάρι και κάρβουνα από τα καμίνια. Υπήρχε μύλος, ελαιοτριβείο και λινός. Την δεκαετία του 50–60 πλήττεται από μετανάστευση των κατοίκων προς Αυστραλία, Αμερική και λίγοι στην Ευρώπη. Σήμερα έχει 600 περίπου κατοίκους που η πλειοψηφία ασχολείται με την γεωργία. Υπάρχουν παραδοσιακά καφενεία – ταβέρνα, παντοπωλεία, μονάδες οινοποιίας, τυποποίησης ελαιολάδου, ελαιοτριβεία.
10 recommandé par les habitants
Agii Apostoli
10 recommandé par les habitants
Συστάθηκε σε Κοινότητα το 1956. Έως τότε συγκροτούσαν ενιαία κοινότητα με τον Κάμπο Βοιών. Το όνομα Άγιοι Απόστολοι το πήραν από την εκκλησία που υπάρχει εκεί και χρονολογείται πριν το 1900. Πολλοί χρησιμοποιούσαν και την ονομασία Νέος Κόσμος. Κύρια προϊόντα ήταν το φιστίκι, λάδι, σύκα, στάρι και κάρβουνα από τα καμίνια. Υπήρχε μύλος, ελαιοτριβείο και λινός. Την δεκαετία του 50–60 πλήττεται από μετανάστευση των κατοίκων προς Αυστραλία, Αμερική και λίγοι στην Ευρώπη. Σήμερα έχει 600 περίπου κατοίκους που η πλειοψηφία ασχολείται με την γεωργία. Υπάρχουν παραδοσιακά καφενεία – ταβέρνα, παντοπωλεία, μονάδες οινοποιίας, τυποποίησης ελαιολάδου, ελαιοτριβεία.
Εδώ υπάρχουν πολλοί μυκηναϊκοί τάφοι, καθώς και χαλάσματα και νεκροταφεία της αρχαίας Σίδης. Στην Βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα στον χώρο του σημερινού νεκροταφείου υπήρχε μικρός οικισμός. Δυτικά και πλησίον αυτού σώζονται τμήματα ογκώδους βυζαντινού κτίσματος καθώς και φρεάτιο εκείνης της περιόδου, ενώ γύρω του σώζονται τα θεμέλια παλαιού ναού, βυζαντινού ρυθμού, στο όνομα του Αγ. Τρίφωνος. Το χωριό χτισμένο σε προνομιακή θέση, σε εύφορη γή και με αξιόλογες καλλιέργιες προόδευσε, ώστε σήμερα να είναι ένα από τα δυναμικότερα χωριά του δήμου με αυτόνομη κοινωνική ζωή και ανεπτυγμένη οικονομία.
Άγιος Γεώργιος
Εδώ υπάρχουν πολλοί μυκηναϊκοί τάφοι, καθώς και χαλάσματα και νεκροταφεία της αρχαίας Σίδης. Στην Βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα στον χώρο του σημερινού νεκροταφείου υπήρχε μικρός οικισμός. Δυτικά και πλησίον αυτού σώζονται τμήματα ογκώδους βυζαντινού κτίσματος καθώς και φρεάτιο εκείνης της περιόδου, ενώ γύρω του σώζονται τα θεμέλια παλαιού ναού, βυζαντινού ρυθμού, στο όνομα του Αγ. Τρίφωνος. Το χωριό χτισμένο σε προνομιακή θέση, σε εύφορη γή και με αξιόλογες καλλιέργιες προόδευσε, ώστε σήμερα να είναι ένα από τα δυναμικότερα χωριά του δήμου με αυτόνομη κοινωνική ζωή και ανεπτυγμένη οικονομία.
Ο γραφικός αυτός οικισμός που απέχει λίγα χιλιόμετρα από τη Μονεμβασιά, δημιουργήθηκε πριν από 150 χρόνια από κατοίκους των γύρω περιοχών. Με προσεγμένη ρυμοτομία που παραπέμπει στην αγροτική παράδοση, ο Άγιος Ιωάννης είναι ένα φιλόξενο χωριό με τα καφενεδάκια και τα ταβερνάκια του. Εκεί θα γευτείτε παραδοσιακές συνταγές του χωριού, όπως σπιτικά μακαρόνια ή αλλιώς γκόγκλιες και τσαίτια, πιτάκια με διάφορων ειδών χόρτα της περιοχής. Στην ευρύτερη περιοχή του Αϊ Γιάννη μπορείτε να επισκεφθείτε σημεία ιστορικής αξίας, όπως την αρχαία πόλη της Επιδαύρου Λιμηρά που βρίσκεται ανατολικά του οικισμού. Εκεί σώζονται μέρη των τειχών από τον 5ο αιώνα π.χ., νεκροταφείο, ψηφιδωτά δάπεδα του 2ου αιώνα μ.χ. και νεολιθικά όστρακα.
Άγιος Ιωάννης
Ο γραφικός αυτός οικισμός που απέχει λίγα χιλιόμετρα από τη Μονεμβασιά, δημιουργήθηκε πριν από 150 χρόνια από κατοίκους των γύρω περιοχών. Με προσεγμένη ρυμοτομία που παραπέμπει στην αγροτική παράδοση, ο Άγιος Ιωάννης είναι ένα φιλόξενο χωριό με τα καφενεδάκια και τα ταβερνάκια του. Εκεί θα γευτείτε παραδοσιακές συνταγές του χωριού, όπως σπιτικά μακαρόνια ή αλλιώς γκόγκλιες και τσαίτια, πιτάκια με διάφορων ειδών χόρτα της περιοχής. Στην ευρύτερη περιοχή του Αϊ Γιάννη μπορείτε να επισκεφθείτε σημεία ιστορικής αξίας, όπως την αρχαία πόλη της Επιδαύρου Λιμηρά που βρίσκεται ανατολικά του οικισμού. Εκεί σώζονται μέρη των τειχών από τον 5ο αιώνα π.χ., νεκροταφείο, ψηφιδωτά δάπεδα του 2ου αιώνα μ.χ. και νεολιθικά όστρακα.
Το χωριό αυτό του Δήμου Μονεμβασίας έχει ιστορία περίπου δέκα αιώνων. Όπως μαρτυρά η Βυζαντινή εκκλησία του που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα, υπήρξε κεφαλοχώρι και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και ακμή. Εκτός από τη μικρή γραφική πλατεία του χωριού, αξίζει να δώσετε την προσοχή σας στο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, χτισμένο το 1933, στα ερείπια του παρεκκλησιού του Ταξιάρχη, στην αρχή του ρέματος όπου υπάρχει δεξαμενή νερού και ένα παλιό εντοιχισμένο θυρεό και στους τρεις πύργους που θα δείτε στο χωριό. Επί του δρόμου, υπάρχει βρύση φωτισμένη και περιτριγυρισμένη από καλντερίμια μαζί με δύο πηγάδια με τους μηχανισμούς τους, όπου μαρτυρούν την παλιά χρήση της περιοχής ως το πλυσταριό του χωριού.
Άγιος Νικόλαος
Το χωριό αυτό του Δήμου Μονεμβασίας έχει ιστορία περίπου δέκα αιώνων. Όπως μαρτυρά η Βυζαντινή εκκλησία του που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα, υπήρξε κεφαλοχώρι και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και ακμή. Εκτός από τη μικρή γραφική πλατεία του χωριού, αξίζει να δώσετε την προσοχή σας στο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, χτισμένο το 1933, στα ερείπια του παρεκκλησιού του Ταξιάρχη, στην αρχή του ρέματος όπου υπάρχει δεξαμενή νερού και ένα παλιό εντοιχισμένο θυρεό και στους τρεις πύργους που θα δείτε στο χωριό. Επί του δρόμου, υπάρχει βρύση φωτισμένη και περιτριγυρισμένη από καλντερίμια μαζί με δύο πηγάδια με τους μηχανισμούς τους, όπου μαρτυρούν την παλιά χρήση της περιοχής ως το πλυσταριό του χωριού.
Η περιοχή της Τοπικής Κοινότητας κατοικείται ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια όπως βεβαιώνει ο μεγάλος αριθμός εκκλησιών γύρω απ’ το χωριό και χρονολογούνται τουλάχιστον από την μέση βυζαντινή περίοδο. Η μάστιγα της πειρατείας, πριν την Τουρκοκρατία αλλά και κατά την διάρκειά της που τότε βρισκόταν σε έξαρση, προκάλεσε αλλεπάλληλες καταστροφές και ερημώσεις στους οικισμούς της περιοχής. Σε κάθε πειρατική επιδρομή ο οικισμός καταστρεφόταν ενώ οι κάτοικοι πωλούνταν ως σκλάβοι. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ένας νέος πληθυσμός έφθανε στην περιοχή ιδρύοντας νέο οικισμό σε πιο ασφαλή τοποθεσία, που δεν θα γινόταν αντιληπτή από τους πειρατές, αυτή η διαδικασία καταστροφής – ερήμωσης – εγκατάστασης πρέπει να έλαβε χώρα τρείς με τέσσερις φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Ο τελευταίος γνωστός οικισμός πριν την ίδρυση της Άνω Καστανιάς βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα υπάρχουν τα ερείπια του βυζαντινού ναού του Αγίου Βασιλείου ΒΔ του τωρινού οικισμού. Η παράδοση αναφέρει την ύπαρξη ενός μεγάλου χωριού τη Μεγαχώρα που είχε 700 σπίτια και 7 εκκλησίες με μητρόπολη τον Άγιο Νικόλαο. Καταστράφηκε όμως ολοσχερώς από επιδρομή των πειρατών. Οι κάτοικοι της Μεγαχώρας σφαγιάστηκαν ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Αργότερα σε βενετικά έγγραφα γίνεται αναφορά στα Τζερεφοχώρια. Μέσα και γύρω από την Άνω Καστανιά υπάρχουν ερείπια χτισμάτων, αλλά και βυζαντινοί ναοί όπως του Αγίου Παντελεήμονος, του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Ρωμανού, του Αγίου Κωνσταντίνου και ο μεταβυζαντινός του Αγίου Γεωργίου.
Ano Kastania
Η περιοχή της Τοπικής Κοινότητας κατοικείται ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια όπως βεβαιώνει ο μεγάλος αριθμός εκκλησιών γύρω απ’ το χωριό και χρονολογούνται τουλάχιστον από την μέση βυζαντινή περίοδο. Η μάστιγα της πειρατείας, πριν την Τουρκοκρατία αλλά και κατά την διάρκειά της που τότε βρισκόταν σε έξαρση, προκάλεσε αλλεπάλληλες καταστροφές και ερημώσεις στους οικισμούς της περιοχής. Σε κάθε πειρατική επιδρομή ο οικισμός καταστρεφόταν ενώ οι κάτοικοι πωλούνταν ως σκλάβοι. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ένας νέος πληθυσμός έφθανε στην περιοχή ιδρύοντας νέο οικισμό σε πιο ασφαλή τοποθεσία, που δεν θα γινόταν αντιληπτή από τους πειρατές, αυτή η διαδικασία καταστροφής – ερήμωσης – εγκατάστασης πρέπει να έλαβε χώρα τρείς με τέσσερις φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Ο τελευταίος γνωστός οικισμός πριν την ίδρυση της Άνω Καστανιάς βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα υπάρχουν τα ερείπια του βυζαντινού ναού του Αγίου Βασιλείου ΒΔ του τωρινού οικισμού. Η παράδοση αναφέρει την ύπαρξη ενός μεγάλου χωριού τη Μεγαχώρα που είχε 700 σπίτια και 7 εκκλησίες με μητρόπολη τον Άγιο Νικόλαο. Καταστράφηκε όμως ολοσχερώς από επιδρομή των πειρατών. Οι κάτοικοι της Μεγαχώρας σφαγιάστηκαν ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Αργότερα σε βενετικά έγγραφα γίνεται αναφορά στα Τζερεφοχώρια. Μέσα και γύρω από την Άνω Καστανιά υπάρχουν ερείπια χτισμάτων, αλλά και βυζαντινοί ναοί όπως του Αγίου Παντελεήμονος, του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Ρωμανού, του Αγίου Κωνσταντίνου και ο μεταβυζαντινός του Αγίου Γεωργίου.
Αρχικά, το χωριό Ασωπός ονομαζόταν Κοντεβιάνικα από την πρώτη οικογένεια που ήρθε στην περιοχή, την οικογένεια Κόντε καταγόμενη από το χωριό Βιάνη της Κρήτης. Το 1840 ιδρύθηκαν 5 Δήμοι που απάρτιζαν την Επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Μέσα σε αυτούς και ο Δήμος Ασωπού, στον οποίο υπάγονταν οι Κοινότητες: Παπαδιανίκων, Κοντεβιανίκων (Ασωπου), Φοινικίου, Συκέας, Αγγελώνας, Καταβόθρας, Μολάων, Πακίων και Ελαίας. Μετά την κατάργηση του ανωτέρου Δήμου Ασωπού και στις αρχές της δεκαετίας του 1910 τα Κοντεβιάνικα ξαναπήραν το όνομα Ασωπός. Το 1996 μετά από εθελούσια συνένωση των πρώην κοινοτήτων του Ασωπού, των Παπαδιανίκων και του Φοινικίου δημιουργήθηκε ο Δήμος Ασωπού. Το 1997 προσαρτήθηκε σ΄ αυτόν και η κοινότητα της Δαιμονιάς. Ο πληθυσμός του Ασωπού ανέρχεται στους 1.272 κατοίκους και η οικονομία του είναι κυρίως αγροτική. Το ήπιο κλίμα της περιοχής ευνοεί την καλλιέργεια πλήθους κηπευτικών, την παραγωγή ελαιολάδου, βρώσιμων ελιών, εσπεριδοειδών και ξερών σύκων. Το χωριό είναι έδρα του εξαθέσιου Δημοτικού Σχολείου Ασωπού-Φοινικίου και του Νηπιαγωγείου Ασωπού. Παράλληλα, στον Ασωπό λειτουργεί Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών, ενώ βρίσκεται στο τελικό στάδιο αποπεράτωσής του το υπό κατασκευή αθλητικό κέντρο του Δήμου. Οι παραλίες του Μποζά, της Πούλιας και του Κρυανί, ιδιαίτερου φυσικού κάλους, προσφέρονται για κολύμπι, θαλάσσια σπορ και ψάρεμα.
Ασωπού
Ασωπού
Αρχικά, το χωριό Ασωπός ονομαζόταν Κοντεβιάνικα από την πρώτη οικογένεια που ήρθε στην περιοχή, την οικογένεια Κόντε καταγόμενη από το χωριό Βιάνη της Κρήτης. Το 1840 ιδρύθηκαν 5 Δήμοι που απάρτιζαν την Επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Μέσα σε αυτούς και ο Δήμος Ασωπού, στον οποίο υπάγονταν οι Κοινότητες: Παπαδιανίκων, Κοντεβιανίκων (Ασωπου), Φοινικίου, Συκέας, Αγγελώνας, Καταβόθρας, Μολάων, Πακίων και Ελαίας. Μετά την κατάργηση του ανωτέρου Δήμου Ασωπού και στις αρχές της δεκαετίας του 1910 τα Κοντεβιάνικα ξαναπήραν το όνομα Ασωπός. Το 1996 μετά από εθελούσια συνένωση των πρώην κοινοτήτων του Ασωπού, των Παπαδιανίκων και του Φοινικίου δημιουργήθηκε ο Δήμος Ασωπού. Το 1997 προσαρτήθηκε σ΄ αυτόν και η κοινότητα της Δαιμονιάς. Ο πληθυσμός του Ασωπού ανέρχεται στους 1.272 κατοίκους και η οικονομία του είναι κυρίως αγροτική. Το ήπιο κλίμα της περιοχής ευνοεί την καλλιέργεια πλήθους κηπευτικών, την παραγωγή ελαιολάδου, βρώσιμων ελιών, εσπεριδοειδών και ξερών σύκων. Το χωριό είναι έδρα του εξαθέσιου Δημοτικού Σχολείου Ασωπού-Φοινικίου και του Νηπιαγωγείου Ασωπού. Παράλληλα, στον Ασωπό λειτουργεί Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών, ενώ βρίσκεται στο τελικό στάδιο αποπεράτωσής του το υπό κατασκευή αθλητικό κέντρο του Δήμου. Οι παραλίες του Μποζά, της Πούλιας και του Κρυανί, ιδιαίτερου φυσικού κάλους, προσφέρονται για κολύμπι, θαλάσσια σπορ και ψάρεμα.
Ξεκινώντας από τη Νεάπολη και ακλουθώντας τον ανηφορικό κεντρικό δρόμο, αφήνετε πίσω τον κόλπο της Ελαφονήσου. Περνώντας στην πλευρά του Μυρτώου και κατηφορίζοντας προς το χωριό, σύντομα οι στροφές του δρόμου θα σας αποκαλύψουν τη μαγευτική εικόνα του χωριού στα Βελανίδια, μια εικόνα απολύτως μαγική. Καμιά τετρακοσαριά σπιτάκια (λευκοί κύβοι με μπλε, πράσινα και καφέ παράθυρα όλα με κεραμιδένιες στέγες) μοιάζουν να κατρακυλάνε την πλαγιά χαρίζοντας μια υπέροχη εικόνα. Τα σπίτια στα Βελανίδια θυμίζουν το Κυπαρίσσι ή τις Σπέτσες. Διόλου τυχαία αφού είναι κι αυτό χωριό ναυτικών και ψαράδων. Οι Βελανιδιώτες ψαράδες ταξίδευαν σε όλο το Αιγαίο και διέπρεψαν ιδιαίτερα στο ψάρεμα με τις ανεμότρατες. Υπήρξε εποχή που σχεδόν όλες οι μηχανότρατες ήταν Βελανιδιώτικες! Ήταν η χρυσή εποχή, τότε που οι Βελανιδιώτες ψάρευαν στην Αφρική – και ειδικά στη Λιβύη. Τότε το χωριό είχε κάπου 1.000 κατοίκους. Υπήρχαν 14 ταβέρνες, 12 μπακάλικα, 4 χασάπικα. Μετά το 1970 η Λιβύη έκοψε τις άδειες και οι μηχανότρατες λιγόστεψαν. Και σήμερα όμως οι περισσότεροι Βελανιδιώτες είναι ψαράδες και ναυτικοί. Αξίζει να κάνετε έναν περίπατο στα σοκάκια του χωριού, ανάμεσα στα καλοσυντηρημένα ασβεστωμένα κτίσματα. Πάνω από το χωριό θα δείτε γαντζωμένο στον βράχο τον κατάλευκο Αηγιαννάκη, όπου υπήρχαν μεσαιωνικές οχυρώσεις – καταφύγιο των Βελανιδιωτών στα χρόνια της Πειρατείας. Γύρω από τα Βελανίδια υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα ξωκλήσια. Αν δείτε ένα όμως, αυτό πρέπει να είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Θα φτάσετε από εκεί με 20 λεπτά περπάτημα από την Επάνω γειτονιά (κινούμενοι στα νότια του χωριού). Το εκκλησάκι είναι μονόχωρο με χτιστό τέμπλο κει έχει τοιχογραφίες του 12ου-13ου αιώνα στο ιερό. Ξεχωρίζει ο περίφημος Μελισμός: ο Ιησούς ξαπλωμένος γυμνός ως βρέφος, σκεπασμένος με άσπρο σεντόνι και εκατέρωθέν του δυο άγγελοι υπέροχα ζωγραφισμένοι. Από τα Βελανίδια μπορείτε να προσεγγίσετε με χωματόδρομους τα μακρινά σημεία του Καβομαλιά. Μια από τις πιο όμορφες και εύκολες διαδρομές, ξεκινάει από το όμορφο χωριό, περνάει από παραλίες με καταπληκτικά τοπία και καταλήγει στον οικισμό του Αγίου Μύρωνα, απ’ όπου ξεκινάει το μονοπάτι για τον φάρο του Κάβο Μαλιά.
Βελανίδια Βοίων Λακωνίας
Ξεκινώντας από τη Νεάπολη και ακλουθώντας τον ανηφορικό κεντρικό δρόμο, αφήνετε πίσω τον κόλπο της Ελαφονήσου. Περνώντας στην πλευρά του Μυρτώου και κατηφορίζοντας προς το χωριό, σύντομα οι στροφές του δρόμου θα σας αποκαλύψουν τη μαγευτική εικόνα του χωριού στα Βελανίδια, μια εικόνα απολύτως μαγική. Καμιά τετρακοσαριά σπιτάκια (λευκοί κύβοι με μπλε, πράσινα και καφέ παράθυρα όλα με κεραμιδένιες στέγες) μοιάζουν να κατρακυλάνε την πλαγιά χαρίζοντας μια υπέροχη εικόνα. Τα σπίτια στα Βελανίδια θυμίζουν το Κυπαρίσσι ή τις Σπέτσες. Διόλου τυχαία αφού είναι κι αυτό χωριό ναυτικών και ψαράδων. Οι Βελανιδιώτες ψαράδες ταξίδευαν σε όλο το Αιγαίο και διέπρεψαν ιδιαίτερα στο ψάρεμα με τις ανεμότρατες. Υπήρξε εποχή που σχεδόν όλες οι μηχανότρατες ήταν Βελανιδιώτικες! Ήταν η χρυσή εποχή, τότε που οι Βελανιδιώτες ψάρευαν στην Αφρική – και ειδικά στη Λιβύη. Τότε το χωριό είχε κάπου 1.000 κατοίκους. Υπήρχαν 14 ταβέρνες, 12 μπακάλικα, 4 χασάπικα. Μετά το 1970 η Λιβύη έκοψε τις άδειες και οι μηχανότρατες λιγόστεψαν. Και σήμερα όμως οι περισσότεροι Βελανιδιώτες είναι ψαράδες και ναυτικοί. Αξίζει να κάνετε έναν περίπατο στα σοκάκια του χωριού, ανάμεσα στα καλοσυντηρημένα ασβεστωμένα κτίσματα. Πάνω από το χωριό θα δείτε γαντζωμένο στον βράχο τον κατάλευκο Αηγιαννάκη, όπου υπήρχαν μεσαιωνικές οχυρώσεις – καταφύγιο των Βελανιδιωτών στα χρόνια της Πειρατείας. Γύρω από τα Βελανίδια υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα ξωκλήσια. Αν δείτε ένα όμως, αυτό πρέπει να είναι ο Άγιος Παντελεήμονας. Θα φτάσετε από εκεί με 20 λεπτά περπάτημα από την Επάνω γειτονιά (κινούμενοι στα νότια του χωριού). Το εκκλησάκι είναι μονόχωρο με χτιστό τέμπλο κει έχει τοιχογραφίες του 12ου-13ου αιώνα στο ιερό. Ξεχωρίζει ο περίφημος Μελισμός: ο Ιησούς ξαπλωμένος γυμνός ως βρέφος, σκεπασμένος με άσπρο σεντόνι και εκατέρωθέν του δυο άγγελοι υπέροχα ζωγραφισμένοι. Από τα Βελανίδια μπορείτε να προσεγγίσετε με χωματόδρομους τα μακρινά σημεία του Καβομαλιά. Μια από τις πιο όμορφες και εύκολες διαδρομές, ξεκινάει από το όμορφο χωριό, περνάει από παραλίες με καταπληκτικά τοπία και καταλήγει στον οικισμό του Αγίου Μύρωνα, απ’ όπου ξεκινάει το μονοπάτι για τον φάρο του Κάβο Μαλιά.
Οι Βελιές είναι ένας παραδοσιακός οικισμός του Δήμου Μονεμβασίας ο οποίος αποτελείται από δύο μέρη, τον Προφήτη Ηλία και τους Άγιους Σαράντα. Με αρκετούς και φιλόξενους μόνιμους κάτοικους και με ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, οι Βελιές αξίζουν την επίσκεψή σας. Στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού σώζονται αξιόλογα κτίσματα, όπως για παράδειγμα η παλιά βρύση στη θέση του πλάτανου στις παρυφές του χωριού. Στο ναό του Αγίου Γεωργίου υπάρχουν τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, όπως επίσης και στο ναό της Παναγίας. Εντοπίζονται όστρακα και νομίσματα ελληνιστικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων. Δεν θα πρέπει να παραλείψετε να επισκεφτείτε την «Οινοποιητική Μονεμβασίας» που εδρεύει στις Βελιές και παράγει εξαιρετικό και φίνο κρασί από τοπικές ποικιλίες σταφυλιών.
Velies
Οι Βελιές είναι ένας παραδοσιακός οικισμός του Δήμου Μονεμβασίας ο οποίος αποτελείται από δύο μέρη, τον Προφήτη Ηλία και τους Άγιους Σαράντα. Με αρκετούς και φιλόξενους μόνιμους κάτοικους και με ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, οι Βελιές αξίζουν την επίσκεψή σας. Στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού σώζονται αξιόλογα κτίσματα, όπως για παράδειγμα η παλιά βρύση στη θέση του πλάτανου στις παρυφές του χωριού. Στο ναό του Αγίου Γεωργίου υπάρχουν τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, όπως επίσης και στο ναό της Παναγίας. Εντοπίζονται όστρακα και νομίσματα ελληνιστικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων. Δεν θα πρέπει να παραλείψετε να επισκεφτείτε την «Οινοποιητική Μονεμβασίας» που εδρεύει στις Βελιές και παράγει εξαιρετικό και φίνο κρασί από τοπικές ποικιλίες σταφυλιών.
Από αρχαιολογικά ευρήματα πλησίον της σημερινής Δαιμονίας, συμπεραίνεται ότι υπήρχε πόλη βόρεια της Πλύτρας πλησίον της ακτής με άγνωστο όνομα. Η θέση της δέσποζε του δρόμου από το χωριό Επίδαυρο Λιμηρά και βρισκόταν και στο δρόμο από την πεδιάδα του Ασωπού προς την Νεάπολη. Ίσως πρέπει να την συνδέσουμε με την πόλη Κοτύρτα (την οποία αναφέρει ο Θουκυδίδης)ενώ υπήρχε και η πόλη Αφροδισιάς που κατόπιν ενσωματώθηκε με την πόλη των Βοιών. Η κτίση του χωριού στη σημερινή θέση έγινε κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.Οι κάτοικοι ήλθαν από πολλές περιοχές, οι περισσότεροι μετά την καταστροφή των Ψαρών, με επικρατέστερη την οικογένεια Λύρα.Ήλθαν επίσης από τα Κύθηρα αλλά και από τα Λυρά μετά την καταστροφή τους το 1770 μ.X. από τους Τουρκαλβανούς.
Demonia
Από αρχαιολογικά ευρήματα πλησίον της σημερινής Δαιμονίας, συμπεραίνεται ότι υπήρχε πόλη βόρεια της Πλύτρας πλησίον της ακτής με άγνωστο όνομα. Η θέση της δέσποζε του δρόμου από το χωριό Επίδαυρο Λιμηρά και βρισκόταν και στο δρόμο από την πεδιάδα του Ασωπού προς την Νεάπολη. Ίσως πρέπει να την συνδέσουμε με την πόλη Κοτύρτα (την οποία αναφέρει ο Θουκυδίδης)ενώ υπήρχε και η πόλη Αφροδισιάς που κατόπιν ενσωματώθηκε με την πόλη των Βοιών. Η κτίση του χωριού στη σημερινή θέση έγινε κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.Οι κάτοικοι ήλθαν από πολλές περιοχές, οι περισσότεροι μετά την καταστροφή των Ψαρών, με επικρατέστερη την οικογένεια Λύρα.Ήλθαν επίσης από τα Κύθηρα αλλά και από τα Λυρά μετά την καταστροφή τους το 1770 μ.X. από τους Τουρκαλβανούς.
Το χωριό Ελαία «Ελιά» όπως όλοι το γνωρίζουν είναι ένα ειδυλλιακό παραθαλάσσιο χωριουδάκι κτισμένο στο Νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου σε μια πανέμορφη πτυχή του Λακωνικού Κόλπου. Έχει ωραίες, καθαρές παραλίες ιδανικές για κολύμβηση όπως τον Μακρύ Γιαλό, την Βιανδίνη, τα Τηγάνια οι οποίες εξασφαλίζουν ήσυχες, γαλήνιες διακοπές στους παραθεριστές. Διαθέτει μικρό γραφικό λιμάνι όπου τα ψαροκάικα και οι βάρκες του δίνουν ξεχωριστό χρώμα, ενώ η καταπράσινη αύρα από ελαιόδεντρα και πορτοκαλιές δημιουργεί ένα σπάνιο ζωγραφικό πίνακα μοναδικού ζωγράφου. Τουριστικές εγκαταστάσεις, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα και δωμάτια, παραδοσιακά καφενεία και ταβέρνες εξυπηρετούν χειμώνα, καλοκαίρι τουρίστες, παραθεριστές και διερχόμενους. Στην Ελιά ζουν περίπου 350 κάτοικοι. Οι περισσότεροι ασχολούνται, τους μεν χειμερινούς μήνες με τις καλλιέργειες και την συγκομιδή ελαιών και πορτοκαλιών, τους δε καλοκαιρινούς μήνες με την αλιεία και τον τουρισμό. Λειτουργεί Νηπιαγωγείο και Δημοτικό Σχολείο για τα μικρότερα παιδιά ενώ τα παιδιά του Γυμνασίου και Λυκείου φοιτούν στα αντίστοιχα εκπαιδευτήρια των Μολάων οι οποίοι είναι η πρωτεύουσα του Δήμου απέχουν δε 9 χιλ περίπου από το χωρίο Με αφετηρία την Ελιά κάποιος μπορεί να επισκεφθεί την Μονεμβάσια, τον Γέρακα, το Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, την Ελαφόνησο, την Νεάπολη, το Γύθειο και όλη την Λακωνική Μάνη. Ιστορικά Η Ελιά ανάγεται στους Μυκηναϊκούς χρόνους. Η αρχαία πόλις έφερε το όνομα ΒΙΑΝΔΙΝΗ και όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι έχουν βρεθεί πήλινα αγγεία της Πρωτοελλαδικής και της Υστεροελλαδικής Εποχής . Κατά τους αρχαίους χρόνους από εδώ περνούσε η οδός που συνέδεε το αρχαίον Έλος, παρακάμπτοντας την Κύριαν οδόν Σπάρτης – Επιδ. Λιμηράς και δια της Κοκκινιάς (αρχ. Ακραία) και της Ελιάς (αρχ. Βιανδίνη) κατέληγε εις τον Ασωπό. Στο υψηλότερο και Νότιο σημείο του χώρου δεσπόζει ερειπωμένος Πύργος Μεσαιωνικού Ρυθμού. Η νεότερη ιστορία του τόπου άρχισε γύρω στα 1875 – 1880. Πρώτοι κάτοικοι ήταν ο Παν/της Μοραντζής και ο Κατελανής, Μανιάτες στην καταγωγή. Ο Μοραντζής εγκαταστάθηκε στον μικρό κόλπο γιατί έβλεπε πως η θάλασσα μπορούσε να προσφέρει ζωή. Εκεί ήταν και ένα δένδρο Ελιάς όπου ο πολυμήχανος Μοραντζής έστησε δύο – τρία σιδερένια τραπεζάκια και πωλούσε καφεδάκια στους επισκέπτες και κυρίως στους αμαξάδες που έρχονταν να φορτώσουν και να μεταφέρουν στους Μολάους αποικιακά, λιπάσματα κ.τ.λ. Οι αμαξάδες λοιπόν για να πιούν έναν καφέ και ένα νερό να ξεδιψάσουν έλεγαν: Πάμε να πιούμε ένα καφέ στην Ελιά του Μοραντζή. Έτσι ο τόπος αυτός πήρε το όνομα Ελιά. Ο έξυπνος Μοραντζής κτίζοντας την οικία του στην παραλία, παραπλεύρως έκτισε μπανιέρες και με αντλία τραβούσε το θαλασσινό νερό, το ζέσταινε σε λέβητες και οι γυναίκες κυρίως της περιοχής έπαιρναν το μπάνιο τους. Έκανε χρυσές δουλείες. Στην συνέχεια τον μιμήθηκαν η Πολυτίμη Φραντζέσκου ( η κυρά μας η μαμή) η Νικολίνα Τεσσέρη και ο Μήτσος Γρεβενίτης. Ο Μοραντζής ήταν ο πρωτεργάτης στο να κτισθεί η Εκκλησία μας. Στο έργο αυτό τον βοήθησαν σημαντικά, οι Γιάννης Σύριος, Γιάννης Λεμπέσης, Θανάσης Τζανής και ο Σπύρος Δελαγραμμάτικας. Ο τελευταίος είχε στη κατοχή του ένα στενόμακρο κόκκινο πλοιάριο που εκινήτο μόνο με τέσσερα κουπιά. Αυτοί λοιπόν οι θαλασσοπόροι πήγαιναν στην Ελαφόνησο με τα κουπιά για να φέρουν τα ποριά (πέτρες στενόμακρες) για το κτίσιμο της εκκλησίας που στη συνέχεια στεγάστηκε εκεί το πρώτο Δημοτικό σχολείο του χωριού με πρώτους μαθητές τους: Αντώνη Κατελανή (εισαγγελέας), Κ. Κατελανή, Γ. Ορφανάκο, Δημ. Γιαννακόδημο (τελώνης), Σπύρο Δελαγραμμάτικα (φαροφύλακας). Σιγά σιγά κατέφθαναν από την Μάνη και άλλες οικογένειες, όπως του Πέτρου Κουλίζου Παναγιώτη Κούβαρη και Κυριακούλη Γιάνναρου. Ο Πέτρος Κουλίζος είχε ένα μεγάλο καΐκι με δυο κατάρτια με πλήρωμα τα παιδιά του, εκτελούσαν μεταφορές. Άλλος θαλασσοπόρος ήταν ο Ν. Λεμπέσης ο οποίος με βενζινοκίνητο σκάφος εκτελούσε δρομολόγια Ελιά – Γύθειο, και στη κατοχή 40 – 44 Ελιά – Πειραιά μεταφέροντας κυρίως σύκα και λάδια. Μέχρι το 1937 το σημερινό λιμάνι το αποτελούσαν μεγάλοι ογκόλιθοι ατάκτως ειρημένοι κυρίως μπροστά από το εκκλησάκι «Αι Δημήτρης»¨που ήταν και ο Φάρος Το 1937 λοιπόν το λιμάνι πήρε την σημερινή του μορφή. Μέχρι το 1940 περνούσε από το χωρίο, πλοίο γραμμής Πειραιά – Κύθηρα – Γύθειο – Ελιά – Μονεμβάσια, οι δε επιβάτες επιβιβάζονταν στις βάρκες και στη συνέχεια στο πλοίο. Δηλαδή επρόκειτο για αραξοβόλι και μόνο, όχι λιμάνι. Κάθε καλοκαίρι έρχονταν καΐκια και φόρτωναν χιλιάδες οκάδες σύκα, ακόμα και βαπόρια φόρτωναν σύκα για το εξωτερικό. Τα περισσότερα οικοδομήματα στην παραλία είχαν μετατραπεί σε αποθήκες σύκων, αλεύρων και λιπασμάτων, Έμποροι από την Καλαμάτα καταφθάνουν Αύγουστο – Σεπτέμβριο και κάνανε τις αγορές τους. Γύρω στα 1900 άρχισε το χωριό να παίρνει τα πάνω του, αφού αυτό το υποτυπώδες λιμάνι έγινε κέντρο μεταφοράς προϊόντων και εμπορευμάτων σε όλη την επαρχία. Το οδικό δίκτυο ήταν σε άθλια κατάσταση ως και ανύπαρκτο. Η κίνηση στο λιμάνι ήταν πολύ μεγάλη. Σκάφη μικρά και μεγαλύτερα καθημερινά κατέπλεαν στο λιμάνι. Λόγω αυτής της κίνησης είχε Τελωνείο με πρώτο Τελώνη τον Μιχαλουνάκο από τον Κοτρωνα, είχε δε οργανωθεί σωματείο εργατών θαλάσσης με πρόεδρο τον Π. Φραντζέσκο. Έρχονταν μεγάλα ιστιοφόρα και σέρνοντας πίσω τους βάρκες με εργάτες κατέπλεαν στην Κοκκινιά για να φορτώσουν πυρήνα. Κάθε πρωι από Ανοιξη μέχρι Φθινόπωρο δυο γρι – γρι άφηναν τις τράτες και τις λάμπες στο λιμάνι και πήγαιναν στο Γύθειο την ψαριά τους και με την Δύση του ηλίου επέστρεφαν πάλι στην Ελιά, να πάρουν τράτα – λάμπες και να πάνε στην Μπούγκα, για να ξενυχτήσουν ψαρεύοντας. Σ’ αυτό τον τόπο εγκατασταθήκαν άτομα προερχόμενα από διάφορα μέρη της ευρύτερης περιοχής και όλης της Ελλάδος, όπως Κώστας Τερζιώτης από τις Βελιές, Κώστας Παναρίτης από Κουπιά, Γιάννης Μπουντούνης, από Πάκια, Ηλίας Κυριακόγκωνας και Νικ. Κουτράκος από την Μάνη, Αθανάσιος Σύριος από την Συρία του οποίου το όνομα ήταν ΟΣΜΑΝ ΟΓΛΟΥ ΧΑΣΑΝ ΑΓΑΣ. Τον βάπτισε ο Καραντάνης από το Γύθειο και του έδωσε το όνομα Θανάσης και επώνυμο κράτησε τον τόπο της καταγωγής του (ΣΥΡΙΟΣ) Δύο μικρές βιοτεχνίες επεξεργασίας του πηλού υπήρξαν στο χωρίο.. Με τον πηλό κατασκεύαζαν πήλινα όπως βίκες και λαήνια για νερό, κουμπαράδες κ.λ.π Η μία ήταν του Γιωργάκη του Λαϊνά που με το γαϊδουράκι του γύριζε όλη την επαρχία πουλώντας την πραμάτια του .Η άλλη ήταν των Αδελφών Ποντίκη. Με την ύδρευση και την εμφάνιση του πλαστικού έγιναν και οι δύο βιοτεχνίες παρελθόν, η δε βελτίωση του οδικού δικτύου και τα αναρίθμητα αυτοκίνητα νέκρωσαν το λιμάνι.
Elea
Το χωριό Ελαία «Ελιά» όπως όλοι το γνωρίζουν είναι ένα ειδυλλιακό παραθαλάσσιο χωριουδάκι κτισμένο στο Νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου σε μια πανέμορφη πτυχή του Λακωνικού Κόλπου. Έχει ωραίες, καθαρές παραλίες ιδανικές για κολύμβηση όπως τον Μακρύ Γιαλό, την Βιανδίνη, τα Τηγάνια οι οποίες εξασφαλίζουν ήσυχες, γαλήνιες διακοπές στους παραθεριστές. Διαθέτει μικρό γραφικό λιμάνι όπου τα ψαροκάικα και οι βάρκες του δίνουν ξεχωριστό χρώμα, ενώ η καταπράσινη αύρα από ελαιόδεντρα και πορτοκαλιές δημιουργεί ένα σπάνιο ζωγραφικό πίνακα μοναδικού ζωγράφου. Τουριστικές εγκαταστάσεις, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα και δωμάτια, παραδοσιακά καφενεία και ταβέρνες εξυπηρετούν χειμώνα, καλοκαίρι τουρίστες, παραθεριστές και διερχόμενους. Στην Ελιά ζουν περίπου 350 κάτοικοι. Οι περισσότεροι ασχολούνται, τους μεν χειμερινούς μήνες με τις καλλιέργειες και την συγκομιδή ελαιών και πορτοκαλιών, τους δε καλοκαιρινούς μήνες με την αλιεία και τον τουρισμό. Λειτουργεί Νηπιαγωγείο και Δημοτικό Σχολείο για τα μικρότερα παιδιά ενώ τα παιδιά του Γυμνασίου και Λυκείου φοιτούν στα αντίστοιχα εκπαιδευτήρια των Μολάων οι οποίοι είναι η πρωτεύουσα του Δήμου απέχουν δε 9 χιλ περίπου από το χωρίο Με αφετηρία την Ελιά κάποιος μπορεί να επισκεφθεί την Μονεμβάσια, τον Γέρακα, το Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, την Ελαφόνησο, την Νεάπολη, το Γύθειο και όλη την Λακωνική Μάνη. Ιστορικά Η Ελιά ανάγεται στους Μυκηναϊκούς χρόνους. Η αρχαία πόλις έφερε το όνομα ΒΙΑΝΔΙΝΗ και όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι έχουν βρεθεί πήλινα αγγεία της Πρωτοελλαδικής και της Υστεροελλαδικής Εποχής . Κατά τους αρχαίους χρόνους από εδώ περνούσε η οδός που συνέδεε το αρχαίον Έλος, παρακάμπτοντας την Κύριαν οδόν Σπάρτης – Επιδ. Λιμηράς και δια της Κοκκινιάς (αρχ. Ακραία) και της Ελιάς (αρχ. Βιανδίνη) κατέληγε εις τον Ασωπό. Στο υψηλότερο και Νότιο σημείο του χώρου δεσπόζει ερειπωμένος Πύργος Μεσαιωνικού Ρυθμού. Η νεότερη ιστορία του τόπου άρχισε γύρω στα 1875 – 1880. Πρώτοι κάτοικοι ήταν ο Παν/της Μοραντζής και ο Κατελανής, Μανιάτες στην καταγωγή. Ο Μοραντζής εγκαταστάθηκε στον μικρό κόλπο γιατί έβλεπε πως η θάλασσα μπορούσε να προσφέρει ζωή. Εκεί ήταν και ένα δένδρο Ελιάς όπου ο πολυμήχανος Μοραντζής έστησε δύο – τρία σιδερένια τραπεζάκια και πωλούσε καφεδάκια στους επισκέπτες και κυρίως στους αμαξάδες που έρχονταν να φορτώσουν και να μεταφέρουν στους Μολάους αποικιακά, λιπάσματα κ.τ.λ. Οι αμαξάδες λοιπόν για να πιούν έναν καφέ και ένα νερό να ξεδιψάσουν έλεγαν: Πάμε να πιούμε ένα καφέ στην Ελιά του Μοραντζή. Έτσι ο τόπος αυτός πήρε το όνομα Ελιά. Ο έξυπνος Μοραντζής κτίζοντας την οικία του στην παραλία, παραπλεύρως έκτισε μπανιέρες και με αντλία τραβούσε το θαλασσινό νερό, το ζέσταινε σε λέβητες και οι γυναίκες κυρίως της περιοχής έπαιρναν το μπάνιο τους. Έκανε χρυσές δουλείες. Στην συνέχεια τον μιμήθηκαν η Πολυτίμη Φραντζέσκου ( η κυρά μας η μαμή) η Νικολίνα Τεσσέρη και ο Μήτσος Γρεβενίτης. Ο Μοραντζής ήταν ο πρωτεργάτης στο να κτισθεί η Εκκλησία μας. Στο έργο αυτό τον βοήθησαν σημαντικά, οι Γιάννης Σύριος, Γιάννης Λεμπέσης, Θανάσης Τζανής και ο Σπύρος Δελαγραμμάτικας. Ο τελευταίος είχε στη κατοχή του ένα στενόμακρο κόκκινο πλοιάριο που εκινήτο μόνο με τέσσερα κουπιά. Αυτοί λοιπόν οι θαλασσοπόροι πήγαιναν στην Ελαφόνησο με τα κουπιά για να φέρουν τα ποριά (πέτρες στενόμακρες) για το κτίσιμο της εκκλησίας που στη συνέχεια στεγάστηκε εκεί το πρώτο Δημοτικό σχολείο του χωριού με πρώτους μαθητές τους: Αντώνη Κατελανή (εισαγγελέας), Κ. Κατελανή, Γ. Ορφανάκο, Δημ. Γιαννακόδημο (τελώνης), Σπύρο Δελαγραμμάτικα (φαροφύλακας). Σιγά σιγά κατέφθαναν από την Μάνη και άλλες οικογένειες, όπως του Πέτρου Κουλίζου Παναγιώτη Κούβαρη και Κυριακούλη Γιάνναρου. Ο Πέτρος Κουλίζος είχε ένα μεγάλο καΐκι με δυο κατάρτια με πλήρωμα τα παιδιά του, εκτελούσαν μεταφορές. Άλλος θαλασσοπόρος ήταν ο Ν. Λεμπέσης ο οποίος με βενζινοκίνητο σκάφος εκτελούσε δρομολόγια Ελιά – Γύθειο, και στη κατοχή 40 – 44 Ελιά – Πειραιά μεταφέροντας κυρίως σύκα και λάδια. Μέχρι το 1937 το σημερινό λιμάνι το αποτελούσαν μεγάλοι ογκόλιθοι ατάκτως ειρημένοι κυρίως μπροστά από το εκκλησάκι «Αι Δημήτρης»¨που ήταν και ο Φάρος Το 1937 λοιπόν το λιμάνι πήρε την σημερινή του μορφή. Μέχρι το 1940 περνούσε από το χωρίο, πλοίο γραμμής Πειραιά – Κύθηρα – Γύθειο – Ελιά – Μονεμβάσια, οι δε επιβάτες επιβιβάζονταν στις βάρκες και στη συνέχεια στο πλοίο. Δηλαδή επρόκειτο για αραξοβόλι και μόνο, όχι λιμάνι. Κάθε καλοκαίρι έρχονταν καΐκια και φόρτωναν χιλιάδες οκάδες σύκα, ακόμα και βαπόρια φόρτωναν σύκα για το εξωτερικό. Τα περισσότερα οικοδομήματα στην παραλία είχαν μετατραπεί σε αποθήκες σύκων, αλεύρων και λιπασμάτων, Έμποροι από την Καλαμάτα καταφθάνουν Αύγουστο – Σεπτέμβριο και κάνανε τις αγορές τους. Γύρω στα 1900 άρχισε το χωριό να παίρνει τα πάνω του, αφού αυτό το υποτυπώδες λιμάνι έγινε κέντρο μεταφοράς προϊόντων και εμπορευμάτων σε όλη την επαρχία. Το οδικό δίκτυο ήταν σε άθλια κατάσταση ως και ανύπαρκτο. Η κίνηση στο λιμάνι ήταν πολύ μεγάλη. Σκάφη μικρά και μεγαλύτερα καθημερινά κατέπλεαν στο λιμάνι. Λόγω αυτής της κίνησης είχε Τελωνείο με πρώτο Τελώνη τον Μιχαλουνάκο από τον Κοτρωνα, είχε δε οργανωθεί σωματείο εργατών θαλάσσης με πρόεδρο τον Π. Φραντζέσκο. Έρχονταν μεγάλα ιστιοφόρα και σέρνοντας πίσω τους βάρκες με εργάτες κατέπλεαν στην Κοκκινιά για να φορτώσουν πυρήνα. Κάθε πρωι από Ανοιξη μέχρι Φθινόπωρο δυο γρι – γρι άφηναν τις τράτες και τις λάμπες στο λιμάνι και πήγαιναν στο Γύθειο την ψαριά τους και με την Δύση του ηλίου επέστρεφαν πάλι στην Ελιά, να πάρουν τράτα – λάμπες και να πάνε στην Μπούγκα, για να ξενυχτήσουν ψαρεύοντας. Σ’ αυτό τον τόπο εγκατασταθήκαν άτομα προερχόμενα από διάφορα μέρη της ευρύτερης περιοχής και όλης της Ελλάδος, όπως Κώστας Τερζιώτης από τις Βελιές, Κώστας Παναρίτης από Κουπιά, Γιάννης Μπουντούνης, από Πάκια, Ηλίας Κυριακόγκωνας και Νικ. Κουτράκος από την Μάνη, Αθανάσιος Σύριος από την Συρία του οποίου το όνομα ήταν ΟΣΜΑΝ ΟΓΛΟΥ ΧΑΣΑΝ ΑΓΑΣ. Τον βάπτισε ο Καραντάνης από το Γύθειο και του έδωσε το όνομα Θανάσης και επώνυμο κράτησε τον τόπο της καταγωγής του (ΣΥΡΙΟΣ) Δύο μικρές βιοτεχνίες επεξεργασίας του πηλού υπήρξαν στο χωρίο.. Με τον πηλό κατασκεύαζαν πήλινα όπως βίκες και λαήνια για νερό, κουμπαράδες κ.λ.π Η μία ήταν του Γιωργάκη του Λαϊνά που με το γαϊδουράκι του γύριζε όλη την επαρχία πουλώντας την πραμάτια του .Η άλλη ήταν των Αδελφών Ποντίκη. Με την ύδρευση και την εμφάνιση του πλαστικού έγιναν και οι δύο βιοτεχνίες παρελθόν, η δε βελτίωση του οδικού δικτύου και τα αναρίθμητα αυτοκίνητα νέκρωσαν το λιμάνι.
Οι κάτοικοι της Ελίκας ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και λιγότερο με την κτηνοτροφία την αλιεία και τη ναυτιλία. Στην Ελίκα ανήκει ο παραδοσιακός, αγροτικός οικισμός του Αγίου Μάμα και ο πανέμορφος παραλιακός οικισμός του Μαραθιά. Η περιοχή, κατοικείτο από πολύ παλιά, από την Μυκηναϊκή εποχή, αφού κατά πολλούς ερευνητές εδώ τοποθετείται η αρχαία πόλη «Αφροδισιάς» που χτίστηκε από τον Αινεία ή από άλλους κατοίκους των Κυθήρων. Στα νεώτερα χρόνια και πριν την επανάσταση του 1821υπήρχε μικρός οικισμός στη σημερινή τοποθεσία Σκόπελες. Οι Σκόπελες ή Καλύβια καταστράφηκαν αργότερα ολοσχερώς από τους Τούρκους. Μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση, οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τη Μάνη, ήταν κτηνοτρόφοι και εγκαταστάθηκαν στη δυτική πλευρά του βουνού(Μαραβελιάνικα), φτιάχνοντας τις καλύβες τους και τις στάνες τους σε αραιή διάταξη. Σιγά-σιγά ήρθαν και άλλοι άποικοι από τα Κύθηρα και απ’ τα νησιά του Αιγαίου και ο οικισμός μεγάλωσε. Υπάρχουν δυο εκδοχές για προέλευση του ονόματος. Η πρώτη είναι ότι μεταξύ των νέων αυτών οικιστών, ήταν και ένας απ’ τα Άλικα της Μάνης. Κατοίκησε κι αυτός σε μια καλύβα στα Μαραβελιάνικα. Όταν πήγαιναν στην καλύβα του, έλεγαν πάμε στον Αλικιώτη και εκ παραφοράς με τον καιρό, πάμε στον Ελικιώτη. Η δεύτερη είναι ότι στο χρυσόβουλο (Νεαρές- νόμοι) του Μανουήλ Παλαιολόγου, συναντάμε και το όριο με την ονομασία Ελικόβουνο, το οποίο χαρακτηρίζει το σύμπλεγμα των βουνών Αγίου Γεωργίου – Αϊτοφωλιάς – Χερώματος – Ψηλού βουνού που μοιάζουν σαν Έλικας. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ως τη δεύτερη εκδοχή προέλευση του ονόματος Ελίκα. Έως το 1923 η Ελίκα υπαγόταν στο Δήμο Μονεμβασίας. Μετά το 1923 γίνεται αυτόνομη κοινότητα. Στο κέντρο του χωριού, βρίσκεται ο μεγαλοπρεπής νέος ναός του Αγίου Χαραλάμπους ο οποίος άρχισε να χτίζεται το 1912 και ολοκληρώθηκε το 1958 με τη συνδρομή του Συλλόγου Ελικιωτών Αμερικής «Ο Άγιος Χαράλαμπος». Ο παλαιός ναός του Αγίου Χαραλάμπους που βρίσκεται κοντά στον πρώτο οικισμό των Μαραβελιανίκων, χτίστηκε το 1850 με την προσωπική εργασία των κατοίκων. Το πρώτο Δημοτικό Σχολείο λειτούργησε γύρω στα 1850 σε οίκημα κοντά στον παλαιό Άγιο Χαράλαμπο. Το νέο Δημοτικό Σχολείο ανεγέρθηκε το 1924 και χτίστηκε από γκρίζο γρανίτη, με δωρεές κυρίως των Ομογενών.
Elika
Οι κάτοικοι της Ελίκας ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και λιγότερο με την κτηνοτροφία την αλιεία και τη ναυτιλία. Στην Ελίκα ανήκει ο παραδοσιακός, αγροτικός οικισμός του Αγίου Μάμα και ο πανέμορφος παραλιακός οικισμός του Μαραθιά. Η περιοχή, κατοικείτο από πολύ παλιά, από την Μυκηναϊκή εποχή, αφού κατά πολλούς ερευνητές εδώ τοποθετείται η αρχαία πόλη «Αφροδισιάς» που χτίστηκε από τον Αινεία ή από άλλους κατοίκους των Κυθήρων. Στα νεώτερα χρόνια και πριν την επανάσταση του 1821υπήρχε μικρός οικισμός στη σημερινή τοποθεσία Σκόπελες. Οι Σκόπελες ή Καλύβια καταστράφηκαν αργότερα ολοσχερώς από τους Τούρκους. Μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση, οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τη Μάνη, ήταν κτηνοτρόφοι και εγκαταστάθηκαν στη δυτική πλευρά του βουνού(Μαραβελιάνικα), φτιάχνοντας τις καλύβες τους και τις στάνες τους σε αραιή διάταξη. Σιγά-σιγά ήρθαν και άλλοι άποικοι από τα Κύθηρα και απ’ τα νησιά του Αιγαίου και ο οικισμός μεγάλωσε. Υπάρχουν δυο εκδοχές για προέλευση του ονόματος. Η πρώτη είναι ότι μεταξύ των νέων αυτών οικιστών, ήταν και ένας απ’ τα Άλικα της Μάνης. Κατοίκησε κι αυτός σε μια καλύβα στα Μαραβελιάνικα. Όταν πήγαιναν στην καλύβα του, έλεγαν πάμε στον Αλικιώτη και εκ παραφοράς με τον καιρό, πάμε στον Ελικιώτη. Η δεύτερη είναι ότι στο χρυσόβουλο (Νεαρές- νόμοι) του Μανουήλ Παλαιολόγου, συναντάμε και το όριο με την ονομασία Ελικόβουνο, το οποίο χαρακτηρίζει το σύμπλεγμα των βουνών Αγίου Γεωργίου – Αϊτοφωλιάς – Χερώματος – Ψηλού βουνού που μοιάζουν σαν Έλικας. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ως τη δεύτερη εκδοχή προέλευση του ονόματος Ελίκα. Έως το 1923 η Ελίκα υπαγόταν στο Δήμο Μονεμβασίας. Μετά το 1923 γίνεται αυτόνομη κοινότητα. Στο κέντρο του χωριού, βρίσκεται ο μεγαλοπρεπής νέος ναός του Αγίου Χαραλάμπους ο οποίος άρχισε να χτίζεται το 1912 και ολοκληρώθηκε το 1958 με τη συνδρομή του Συλλόγου Ελικιωτών Αμερικής «Ο Άγιος Χαράλαμπος». Ο παλαιός ναός του Αγίου Χαραλάμπους που βρίσκεται κοντά στον πρώτο οικισμό των Μαραβελιανίκων, χτίστηκε το 1850 με την προσωπική εργασία των κατοίκων. Το πρώτο Δημοτικό Σχολείο λειτούργησε γύρω στα 1850 σε οίκημα κοντά στον παλαιό Άγιο Χαράλαμπο. Το νέο Δημοτικό Σχολείο ανεγέρθηκε το 1924 και χτίστηκε από γκρίζο γρανίτη, με δωρεές κυρίως των Ομογενών.
Γεωγραφικά – Περιβαλλοντικά – Δημογραφικά Στοιχεία Το τοπικό διαμέρισμα Ιέρακα αποτελείται από τους οικισμούς: «Ιέρακας», «Λιμάνι», «Αριάνα», «Άγιος Ιωάννης» και «Λογγάρι». Έχει ημιορεινό ανάγλυφο και συνολική έκταση 46.100στρ.. Συγκεκριμένα αποτελείται από 5.400στρ. καλλιεργήσιμων εκτάσεων, 35.000στρ. βοσκοτόπων που νέμονται από το Δήμο ενώ οι υπόλοιπες εκτάσεις είναι δασικές. Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους καλύπτεται από θαμνώδεις σχηματισμούς, φρύγανα και δάση σκληρόφυλλων που χρησιμοποιούνται κυρίως για βοσκή. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός του Ιέρακα ανέρχεται στους 240 κατοίκους και παρουσιάζει πυκνότητα πληθυσμού 5,2 κάτοικοι ανά τ.χμ. Κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία και η αλιεία. Το Λιμάνι του Γέρακα είναι ένα ξεχωριστής ομορφιάς φιόρδ, που πολύ σπάνια μπορεί να απαντηθεί σε άλλο μέρος της Ελλάδας. Σημαντικότατος υγροβιότοπος ο οποίος φιλοξενεί πολλά διαφορετικά είδη χλωρίδας και πανίδας, αποτελεί δε ενδιάμεσο σταθμό αποδημητικών πουλιών. Ιστορικά στοιχεία «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία στα Λακωνικά η Ακρόπολη Ζάρακα η οποία βρίσκεται πάνω από τον οικισμό του Λιμένος Ιέρακα στο Β.Α. άκρο του στομίου του όρμου. Χτίστηκε από τον ημίθεο Ζάρακα, γιο του βασιλιά Καρύστου της ομώνυμης περιοχής της Εύβοιας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, ο βασιλιάς της Σπάρτης Λυκούργος το 219π.Χ. κατά τη διάρκεια αιφνιδιαστικής εκστρατείας του για την κατάληψη έξι πόλεων στην Νότια Αργολίδα, δεν κατόρθωσε να καταλάβει το Ζάρακα και τη Γλυππία της Κυνουρίας. Τα εντυπωσιακά τείχη της πόλης, σε συνδυασμό με την απόκρημνη νότια πλευρά της Ακροπόλεως, υποδεικνύουν ίσως τους λόγους της αποτυχίας του. Από τα τείχη διασώζεται σήμερα η εντυπωσιακή βόρεια και δυτική πλευρά του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου. Οκτώ πύργοι ορθογώνιοι στην κάτοψη, διακόπτουν τη γραμμή του εξωτερικού περιβόλου και ενισχύουν την άμυνα του τείχους. Το 1908 βρέθηκε τυχαία στην περιοχή γύρω από την Ακρόπολη τάφος των ύστερων Ελληνιστικών χρόνων. Τα ευρήματά του, αγγεία και ειδώλια, φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και ανάμεσά τους ξεχωρίζει πήλινο αγαλματίδιο της Αφροδίτης, ύψους 0,47μ., που απεικονίζει τη θεά με γυμνό το πάνω μέρος του σώματός της, να συγκρατεί με το δεξί χέρι το ιμάτιό της και με το αριστερό ένα κάτοπτρο στο οποίο καθρεπτιζόταν. Περνώντας τον Ιέρακα και πριν φτάσουμε στη Ρειχιά σταματάμε για να προσκυνήσουμε τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, «Ρόδον το Αμάραντον», στη μοναδική Μονή Ευαγγελιστρίας που δεσπόζει πάνω στο βράχο, έχοντας στα πόδια της το Αιγαίο. Η Μονή αυτή έχει το χαρακτηριστικό να διαθέτει ένα εκκλησιαστικό κτίριο μέσα στο οποίο υπάρχουν δύο εκκλησίες χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό εξωτερικά και εσωτερικά. Ο δημιουργός της εμπνεύστηκε, όπως λέγεται, από μια κυψέλη μελισσών μέσα στην οποία υπήρχε άλλη μία, που ανακαλύφθηκε εκεί κοντά, θεωρώντας τη θεϊκό σημάδι.
Ierakas
Γεωγραφικά – Περιβαλλοντικά – Δημογραφικά Στοιχεία Το τοπικό διαμέρισμα Ιέρακα αποτελείται από τους οικισμούς: «Ιέρακας», «Λιμάνι», «Αριάνα», «Άγιος Ιωάννης» και «Λογγάρι». Έχει ημιορεινό ανάγλυφο και συνολική έκταση 46.100στρ.. Συγκεκριμένα αποτελείται από 5.400στρ. καλλιεργήσιμων εκτάσεων, 35.000στρ. βοσκοτόπων που νέμονται από το Δήμο ενώ οι υπόλοιπες εκτάσεις είναι δασικές. Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους καλύπτεται από θαμνώδεις σχηματισμούς, φρύγανα και δάση σκληρόφυλλων που χρησιμοποιούνται κυρίως για βοσκή. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός του Ιέρακα ανέρχεται στους 240 κατοίκους και παρουσιάζει πυκνότητα πληθυσμού 5,2 κάτοικοι ανά τ.χμ. Κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία και η αλιεία. Το Λιμάνι του Γέρακα είναι ένα ξεχωριστής ομορφιάς φιόρδ, που πολύ σπάνια μπορεί να απαντηθεί σε άλλο μέρος της Ελλάδας. Σημαντικότατος υγροβιότοπος ο οποίος φιλοξενεί πολλά διαφορετικά είδη χλωρίδας και πανίδας, αποτελεί δε ενδιάμεσο σταθμό αποδημητικών πουλιών. Ιστορικά στοιχεία «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία στα Λακωνικά η Ακρόπολη Ζάρακα η οποία βρίσκεται πάνω από τον οικισμό του Λιμένος Ιέρακα στο Β.Α. άκρο του στομίου του όρμου. Χτίστηκε από τον ημίθεο Ζάρακα, γιο του βασιλιά Καρύστου της ομώνυμης περιοχής της Εύβοιας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, ο βασιλιάς της Σπάρτης Λυκούργος το 219π.Χ. κατά τη διάρκεια αιφνιδιαστικής εκστρατείας του για την κατάληψη έξι πόλεων στην Νότια Αργολίδα, δεν κατόρθωσε να καταλάβει το Ζάρακα και τη Γλυππία της Κυνουρίας. Τα εντυπωσιακά τείχη της πόλης, σε συνδυασμό με την απόκρημνη νότια πλευρά της Ακροπόλεως, υποδεικνύουν ίσως τους λόγους της αποτυχίας του. Από τα τείχη διασώζεται σήμερα η εντυπωσιακή βόρεια και δυτική πλευρά του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου. Οκτώ πύργοι ορθογώνιοι στην κάτοψη, διακόπτουν τη γραμμή του εξωτερικού περιβόλου και ενισχύουν την άμυνα του τείχους. Το 1908 βρέθηκε τυχαία στην περιοχή γύρω από την Ακρόπολη τάφος των ύστερων Ελληνιστικών χρόνων. Τα ευρήματά του, αγγεία και ειδώλια, φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και ανάμεσά τους ξεχωρίζει πήλινο αγαλματίδιο της Αφροδίτης, ύψους 0,47μ., που απεικονίζει τη θεά με γυμνό το πάνω μέρος του σώματός της, να συγκρατεί με το δεξί χέρι το ιμάτιό της και με το αριστερό ένα κάτοπτρο στο οποίο καθρεπτιζόταν. Περνώντας τον Ιέρακα και πριν φτάσουμε στη Ρειχιά σταματάμε για να προσκυνήσουμε τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, «Ρόδον το Αμάραντον», στη μοναδική Μονή Ευαγγελιστρίας που δεσπόζει πάνω στο βράχο, έχοντας στα πόδια της το Αιγαίο. Η Μονή αυτή έχει το χαρακτηριστικό να διαθέτει ένα εκκλησιαστικό κτίριο μέσα στο οποίο υπάρχουν δύο εκκλησίες χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό εξωτερικά και εσωτερικά. Ο δημιουργός της εμπνεύστηκε, όπως λέγεται, από μια κυψέλη μελισσών μέσα στην οποία υπήρχε άλλη μία, που ανακαλύφθηκε εκεί κοντά, θεωρώντας τη θεϊκό σημάδι.
Κάμπος ή “Δερματιάνικα” για πολλούς ντόπιους. Πολλοί τάφοι υστερομυκηναϊκής περιόδου, μαρτυρούν ότι ο τόπος αυτός κατοικείτο από τον 9ο αιώνα π.Χ. Μεταγενέστερα ταφικά ευρήματα του 4ου αιώνα π.Χ. μέχρι και τους πρώτους Ρωμαϊκούς χρόνους βρέθηκαν στην περιοχή αλλά και στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου με ανθρώπινα οστά και τμήματα πήλινων αγγείων κατά την ανέγερση του το 1962. Στις αρχές του 19ου αιώνα Μεσοχωρίτες αποτέλεσαν τους πρώτους σύγχρονους κατοίκους. Κάποιος ονόματι Παπαδάκης εγκαταστάθηκε στην αρχή και εμπορευόταν δέρματα ζώων. Οι γύρω κάτοικοι τον φώναζαν δερμάτη, όνομα που αποτέλεσε και επίθετό του που διατηρείται έως σήμερα από τους απογόνους του. Από τον Δερμάτη προήλθε και η ονομασία Δερματιάνικα. Το 1912 μετονομάστηκε επίσημα σε Κάμπο Βοιών. Πληθυσμιακά στο απόγειο είχε περίπου 1.500 κατοίκους. Σήμερα όμως υπολογίζονται σε περίπου 600. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι αγρότες και κάποιοι ναυτικοί. Η Νεραντζιώνα είναι η παραλιακή ζώνη του χωριού όπου υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια και ταβέρνες. Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Μηνάς.
Dermatianika
Κάμπος ή “Δερματιάνικα” για πολλούς ντόπιους. Πολλοί τάφοι υστερομυκηναϊκής περιόδου, μαρτυρούν ότι ο τόπος αυτός κατοικείτο από τον 9ο αιώνα π.Χ. Μεταγενέστερα ταφικά ευρήματα του 4ου αιώνα π.Χ. μέχρι και τους πρώτους Ρωμαϊκούς χρόνους βρέθηκαν στην περιοχή αλλά και στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου με ανθρώπινα οστά και τμήματα πήλινων αγγείων κατά την ανέγερση του το 1962. Στις αρχές του 19ου αιώνα Μεσοχωρίτες αποτέλεσαν τους πρώτους σύγχρονους κατοίκους. Κάποιος ονόματι Παπαδάκης εγκαταστάθηκε στην αρχή και εμπορευόταν δέρματα ζώων. Οι γύρω κάτοικοι τον φώναζαν δερμάτη, όνομα που αποτέλεσε και επίθετό του που διατηρείται έως σήμερα από τους απογόνους του. Από τον Δερμάτη προήλθε και η ονομασία Δερματιάνικα. Το 1912 μετονομάστηκε επίσημα σε Κάμπο Βοιών. Πληθυσμιακά στο απόγειο είχε περίπου 1.500 κατοίκους. Σήμερα όμως υπολογίζονται σε περίπου 600. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι αγρότες και κάποιοι ναυτικοί. Η Νεραντζιώνα είναι η παραλιακή ζώνη του χωριού όπου υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια και ταβέρνες. Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Μηνάς.
Οικισμός με αξιόλογη οικονομία από την καλλιέργια της γής και την ναυτιλία. Το χωριό είναι πολύ γραφικό. Τα τελευταία χρόνια έγινε πολύ γνωστό από το περίφημο σπήλαιο, και τους θρύλους του Ουράνη και του Καρκαβίτσα. Πλησίον της Καστανιάς υπάρχουν τα ερείπια του παλαιότερου οικισμού που ονομαζόταν, κατά την παράδοση, Μεγαχώρα. Ο οικισμός καταστράφηκε από πειρατική επιδρομή. Βυζαντινά, χριστιανικά κτίσματα χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα μ.Χ. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, με πλούσια πολυθεματική τοιχογράφηση του 13ου αιώνα μ.Χ. είναι άξιος ιδιαίτερης προσοχής. Ο Ταξιάρχης, ομοίως εντυπωσιάζει τον παρατηρητή με την πολυθεματογραφία του. Άλλοι ναΐσκοι, όπως ο Προφήτης Ηλίας, η Αγία Σοφία, ο Άγιος Ανδρέας και άλλοι ερειπωμένοι, σκεπασμένοι από την πλούσια θαμνώδη βλάστηση, προξενούν μεγάλο ενδιαφέρον στον παρατηρητή.
Kastania
Οικισμός με αξιόλογη οικονομία από την καλλιέργια της γής και την ναυτιλία. Το χωριό είναι πολύ γραφικό. Τα τελευταία χρόνια έγινε πολύ γνωστό από το περίφημο σπήλαιο, και τους θρύλους του Ουράνη και του Καρκαβίτσα. Πλησίον της Καστανιάς υπάρχουν τα ερείπια του παλαιότερου οικισμού που ονομαζόταν, κατά την παράδοση, Μεγαχώρα. Ο οικισμός καταστράφηκε από πειρατική επιδρομή. Βυζαντινά, χριστιανικά κτίσματα χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα μ.Χ. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, με πλούσια πολυθεματική τοιχογράφηση του 13ου αιώνα μ.Χ. είναι άξιος ιδιαίτερης προσοχής. Ο Ταξιάρχης, ομοίως εντυπωσιάζει τον παρατηρητή με την πολυθεματογραφία του. Άλλοι ναΐσκοι, όπως ο Προφήτης Ηλίας, η Αγία Σοφία, ο Άγιος Ανδρέας και άλλοι ερειπωμένοι, σκεπασμένοι από την πλούσια θαμνώδη βλάστηση, προξενούν μεγάλο ενδιαφέρον στον παρατηρητή.
Το χωριό Κουλέντια απέχει περίπου 20 χιλιόμετρα από την Τοπική Κοινότητα της Μονεμβασίας. Κυριαρχεί το πράσινο αφού βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από τα 500 μέτρα. Στην περιοχή υπάρχουν τρεχούμενα νερά. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος έχει σηματοδοτήσει αρκετές πεζοπορικές διαδρομές για όσους αγαπούν το περπάτημα.
Elliniko
Το χωριό Κουλέντια απέχει περίπου 20 χιλιόμετρα από την Τοπική Κοινότητα της Μονεμβασίας. Κυριαρχεί το πράσινο αφού βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από τα 500 μέτρα. Στην περιοχή υπάρχουν τρεχούμενα νερά. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος έχει σηματοδοτήσει αρκετές πεζοπορικές διαδρομές για όσους αγαπούν το περπάτημα.
Ορεινός οικισμός επάνω στο βουνό του Ζάρακα σε υψόμ. 530 μ. και σε απόσταση 8 χλμ. από τους Μολάους. Ονομάστηκε έτσι, επειδή κάποτε, από τα πανύψηλα πιρνάρια (πουρνάρια) που υπήρχαν σ΄ αυτήν την τοποθεσία (κάποια σώζονται και σήμερα) κατασκευάζονταν τα καλύτερα κουπιά για τις βάρκες των παραθαλάσσιων χωριών της επαρχίας. Ο οικισμός δημιουργήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας με τη μετακίνηση κτηνοτρόφων από το χωριό της Κρεμαστής. Αν και, σήμερα αριθμεί λιγοστούς μόνιμους κατοίκους, αξίζει να πάρει κανείς τον ανήφορο ως εκεί (15 λεπτά από τους Μολάους με το αυτοκίνητο) και σίγουρα θα αποζημιωθεί πρώτα από τη θαυμάσια πανοραμική θέα του κάμπου των Μολάων, του Ασωπού και της θάλασσας του Λακωνικού Κόλπου και ύστερα από το πέτρινο ταβερνόσπιτο της κυρα-Ελένης με τα υπέροχα χόρτα του βουνού και τα κουπιώτικα σφαχτά σε παραδοσιακό φούρνο με ξύλα. Δεν θα περάσουν απαρατήρητα από τον επισκέπτη η παλιά πετρόκτιστη ομβροδεξαμενή (λούτσα) στον Άγιο Κωνσταντίνο, έξω απ’ το χωριό ο μικρός αλλά μοναδικός υδροβιότοπος στη περιοχή με τη σκαλιστή κορίτα (ποτίστρα) , αλλά ούτε και η ευκαιρία να δει από κοντά τα Αιολικά Πάρκα. Στα Κουπιά γίνονται δυο αυθεντικά βουνίσια πανηγύρια. Του Αγίου Κωνσταντίνου στις 21 Μαΐου και η γιορτή της Γίδας μέσα στον Ιούλιο.
Koupia
Ορεινός οικισμός επάνω στο βουνό του Ζάρακα σε υψόμ. 530 μ. και σε απόσταση 8 χλμ. από τους Μολάους. Ονομάστηκε έτσι, επειδή κάποτε, από τα πανύψηλα πιρνάρια (πουρνάρια) που υπήρχαν σ΄ αυτήν την τοποθεσία (κάποια σώζονται και σήμερα) κατασκευάζονταν τα καλύτερα κουπιά για τις βάρκες των παραθαλάσσιων χωριών της επαρχίας. Ο οικισμός δημιουργήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας με τη μετακίνηση κτηνοτρόφων από το χωριό της Κρεμαστής. Αν και, σήμερα αριθμεί λιγοστούς μόνιμους κατοίκους, αξίζει να πάρει κανείς τον ανήφορο ως εκεί (15 λεπτά από τους Μολάους με το αυτοκίνητο) και σίγουρα θα αποζημιωθεί πρώτα από τη θαυμάσια πανοραμική θέα του κάμπου των Μολάων, του Ασωπού και της θάλασσας του Λακωνικού Κόλπου και ύστερα από το πέτρινο ταβερνόσπιτο της κυρα-Ελένης με τα υπέροχα χόρτα του βουνού και τα κουπιώτικα σφαχτά σε παραδοσιακό φούρνο με ξύλα. Δεν θα περάσουν απαρατήρητα από τον επισκέπτη η παλιά πετρόκτιστη ομβροδεξαμενή (λούτσα) στον Άγιο Κωνσταντίνο, έξω απ’ το χωριό ο μικρός αλλά μοναδικός υδροβιότοπος στη περιοχή με τη σκαλιστή κορίτα (ποτίστρα) , αλλά ούτε και η ευκαιρία να δει από κοντά τα Αιολικά Πάρκα. Στα Κουπιά γίνονται δυο αυθεντικά βουνίσια πανηγύρια. Του Αγίου Κωνσταντίνου στις 21 Μαΐου και η γιορτή της Γίδας μέσα στον Ιούλιο.
Γεωγραφικά – Περιβαλλοντικά – Δημογραφικά Στοιχεία Το παραλιακό χωριό Κυπαρίσσι αποτελείται από τους συνοικισμούς «Βρύση», «Παραλία», «Μητρόπολη» και τον οικισμό «Κάψαλα». Ανήκει στον ορεινό τύπο και έχει συνολική έκταση 65.000στρ. εκ των οποίων 7.3000στρ. είναι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, 48.2000στρ. βοσκότοποι που νέμονται από τον Δήμο, 0.4000στρ. ιδιωτικοί βοσκότοποι και 8.5000στρ. δάση. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται στους 385 κατοίκους και παρουσιάζει πυκνότητα πληθυσμού 5,93 κατοίκους ανά τ.χμ.. Στα Δυτικά του χωριού υψώνεται σε απειλητική θέση η ράχη της «Μπαμπάλας», απότομη και άγρια πάνω από το συνοικισμό Βρύσης, κυρίως. Από δε τα πλάγια υψώνονται άλλες τρεις βουνοκορφές, μικρότερες, ο «Βράχος της Παλαιοχώρας», το «Λούτσι» και η «Τουρκόβιγλα». Αν κάποιος παρατηρήσει προσεκτικά την περιοχή, εύκολα θα καταλάβει πως αυτός ο τόπος έχει υποστεί στο πέρασμα του χρόνου διάφορες εδαφικές αλλαγές σε πολλά σημεία. Περιοδεύοντας σε διάφορες περιοχές, όπως στο Δρύμισκο, στην Κουρούτα, στη Φρέζα, στο Χενεβούθι, θα δεις διάσπαρτα βράχια, πέτρες τεραστίων διαστάσεων, μεγάλες ρεματιές και τρεις πανέμορφες αμμουδιές με καθαρά και κρυστάλλινα νερά : του χωριού (Μεγάλη Άμμος), της Αγίας Κυριακής και του Δρύμισκου. Για το λόγω αυτό αλλά και για τη σπάνια ιδιομορφία του εδάφους (υψόμετρο, βλάστηση, παραλίες κ.λπ.), η περιοχή αυτή προσελκύει πολλούς επισκέπτες τους καλοκαιρινούς μήνες. Η κύρια παραγωγή του χωριού είναι τα χαρούπια και το λάδι. Επίσης η κτηνοτροφία, η καλλιέργεια ελαιοδέντρων, το ψάρεμα και για το καλοκαίρι ο τουρισμός με τα ξενοδοχεία, εστιατόρια, κέντρα κλπ. Ιστορικά στοιχεία Δυστυχώς, γραπτές μαρτυρίες δεν έχουμε εκτός από κάποια αναφορά στο έργο «Λακωνικά» του περιηγητή Παυσανία, που πέρασε στα τέλη του 2ου αιώνα από τα Κύφαντα (σημερινό Κυπαρίσσι) και το βρήκε ερειπωμένο. Τα αρχαία Κύφαντα, αναφέρει, ήταν κτισμένα δεξιά της ρεματιάς των πηγών – στο βόρειο μέρος της πλαγιάς – και προστατευόταν από τείχος, μικρό μέρος του οποίου υπάρχει ακόμα. Ήταν μια μικρή πολίχνη, στο συνοικισμό Βρύση, που αποτελούσε κέντρο θρησκευτικό-λατρευτικό και συγχρόνως θεραπευτικό, καθώς υπήρχε εκεί Ασκληπιείο, όπου λατρευόταν ο Ασκληπιός, στον οποίο ως γνωστό αποδίδονταν θεραπευτικές ικανότητες. Η παρουσία ακόμα βυζαντινού κάστρου σε έναν άλλο λόφο, επίσης κοντά στην ακτή, το ερειπωμένο μεσαιωνικό χωριό – η σημερινή «Παλαιοχώρα» – σε απότομη πλαγιά βουνού και τα λείψανα φρουρίου στον υποκείμενο αυχένα, δηλώνουν κατοίκηση του χώρου και στους μεταγενέστερους χρόνους. Από τον αριθμό των εκκλησιών και των ξωκλησιών φαίνεται ότι ο Χριστιανισμός έχει επικρατήσει σε όλο του το μεγαλείο. Οι παλιές εκκλησίες του χωριού είναι οι εξής : «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» στη θέση παλαιότερης. Τρίκλιτος ναός με τρούλο και γυναικωνίτη. Είναι ο ενοριακός ναός όλων των οικισμών του Κυπαρισσιού, χτισμένη το 1893 και βρίσκεται στο συνοικισμό Βρύση, «η Αγία Τριάδα», χτισμένη το 1883 στο συνοικισμό Παραλία είναι ο κοιμητηριακός ναός του χωριού, λέγεται ότι οι πλάκες που στρώσανε στο δάπεδό της και μέχρι σήμερα κοσμούν το δυτικό προαύλιο της εκκλησίας, μεταφέρθηκαν από εβραϊκό ναό, «η Ζωοδόχος Πηγή» στη Μητρόπολη, συνδέεται με τη σφαγή των κατοίκων του χωριού από τους πειρατές που συνέβη γύρω στα 1200.Η εκκλησία ξαναχτίστηκε το 1985. Γύρω από το χωριό δεσπόζουν 7 ξωκλήσια με τη δική τους ξεχωριστή ιστορία το καθένα. Αξιοσημείωτο είναι να σταθούμε στο Σχολείο του χωριού στο κέντρο των τριών συνοικισμών που έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακό και διατηρητέο. Η μεσαία αίθουσα χτίστηκε στις αρχές του 1900, ύστερα χτίστηκε η αίθουσα προς το ποτάμι και το 1936 η αίθουσα προς το δρόμο, τους βοηθητικούς χώρους και το μεγάλο προαύλιο, που πριν ήταν γκρεμός με θέα το ποτάμι. Το σχολείο στην εποχή της ακμής του, ήταν το πιο σύγχρονο του νομού. Στα χρόνια όμως της γερμανικής κατοχής χρησιμοποιήθηκε κατά διαστήματα ως έδρα των διερχομένων Γερμανών και Ιταλών, υπέστη ζημιές. Λέγεται ότι στην περιοχή του σχολείου υπήρχε εβραϊκή συνοικία και μάλιστα η περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα η Οβρέικα.
Kyparissi
Γεωγραφικά – Περιβαλλοντικά – Δημογραφικά Στοιχεία Το παραλιακό χωριό Κυπαρίσσι αποτελείται από τους συνοικισμούς «Βρύση», «Παραλία», «Μητρόπολη» και τον οικισμό «Κάψαλα». Ανήκει στον ορεινό τύπο και έχει συνολική έκταση 65.000στρ. εκ των οποίων 7.3000στρ. είναι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, 48.2000στρ. βοσκότοποι που νέμονται από τον Δήμο, 0.4000στρ. ιδιωτικοί βοσκότοποι και 8.5000στρ. δάση. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται στους 385 κατοίκους και παρουσιάζει πυκνότητα πληθυσμού 5,93 κατοίκους ανά τ.χμ.. Στα Δυτικά του χωριού υψώνεται σε απειλητική θέση η ράχη της «Μπαμπάλας», απότομη και άγρια πάνω από το συνοικισμό Βρύσης, κυρίως. Από δε τα πλάγια υψώνονται άλλες τρεις βουνοκορφές, μικρότερες, ο «Βράχος της Παλαιοχώρας», το «Λούτσι» και η «Τουρκόβιγλα». Αν κάποιος παρατηρήσει προσεκτικά την περιοχή, εύκολα θα καταλάβει πως αυτός ο τόπος έχει υποστεί στο πέρασμα του χρόνου διάφορες εδαφικές αλλαγές σε πολλά σημεία. Περιοδεύοντας σε διάφορες περιοχές, όπως στο Δρύμισκο, στην Κουρούτα, στη Φρέζα, στο Χενεβούθι, θα δεις διάσπαρτα βράχια, πέτρες τεραστίων διαστάσεων, μεγάλες ρεματιές και τρεις πανέμορφες αμμουδιές με καθαρά και κρυστάλλινα νερά : του χωριού (Μεγάλη Άμμος), της Αγίας Κυριακής και του Δρύμισκου. Για το λόγω αυτό αλλά και για τη σπάνια ιδιομορφία του εδάφους (υψόμετρο, βλάστηση, παραλίες κ.λπ.), η περιοχή αυτή προσελκύει πολλούς επισκέπτες τους καλοκαιρινούς μήνες. Η κύρια παραγωγή του χωριού είναι τα χαρούπια και το λάδι. Επίσης η κτηνοτροφία, η καλλιέργεια ελαιοδέντρων, το ψάρεμα και για το καλοκαίρι ο τουρισμός με τα ξενοδοχεία, εστιατόρια, κέντρα κλπ. Ιστορικά στοιχεία Δυστυχώς, γραπτές μαρτυρίες δεν έχουμε εκτός από κάποια αναφορά στο έργο «Λακωνικά» του περιηγητή Παυσανία, που πέρασε στα τέλη του 2ου αιώνα από τα Κύφαντα (σημερινό Κυπαρίσσι) και το βρήκε ερειπωμένο. Τα αρχαία Κύφαντα, αναφέρει, ήταν κτισμένα δεξιά της ρεματιάς των πηγών – στο βόρειο μέρος της πλαγιάς – και προστατευόταν από τείχος, μικρό μέρος του οποίου υπάρχει ακόμα. Ήταν μια μικρή πολίχνη, στο συνοικισμό Βρύση, που αποτελούσε κέντρο θρησκευτικό-λατρευτικό και συγχρόνως θεραπευτικό, καθώς υπήρχε εκεί Ασκληπιείο, όπου λατρευόταν ο Ασκληπιός, στον οποίο ως γνωστό αποδίδονταν θεραπευτικές ικανότητες. Η παρουσία ακόμα βυζαντινού κάστρου σε έναν άλλο λόφο, επίσης κοντά στην ακτή, το ερειπωμένο μεσαιωνικό χωριό – η σημερινή «Παλαιοχώρα» – σε απότομη πλαγιά βουνού και τα λείψανα φρουρίου στον υποκείμενο αυχένα, δηλώνουν κατοίκηση του χώρου και στους μεταγενέστερους χρόνους. Από τον αριθμό των εκκλησιών και των ξωκλησιών φαίνεται ότι ο Χριστιανισμός έχει επικρατήσει σε όλο του το μεγαλείο. Οι παλιές εκκλησίες του χωριού είναι οι εξής : «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» στη θέση παλαιότερης. Τρίκλιτος ναός με τρούλο και γυναικωνίτη. Είναι ο ενοριακός ναός όλων των οικισμών του Κυπαρισσιού, χτισμένη το 1893 και βρίσκεται στο συνοικισμό Βρύση, «η Αγία Τριάδα», χτισμένη το 1883 στο συνοικισμό Παραλία είναι ο κοιμητηριακός ναός του χωριού, λέγεται ότι οι πλάκες που στρώσανε στο δάπεδό της και μέχρι σήμερα κοσμούν το δυτικό προαύλιο της εκκλησίας, μεταφέρθηκαν από εβραϊκό ναό, «η Ζωοδόχος Πηγή» στη Μητρόπολη, συνδέεται με τη σφαγή των κατοίκων του χωριού από τους πειρατές που συνέβη γύρω στα 1200.Η εκκλησία ξαναχτίστηκε το 1985. Γύρω από το χωριό δεσπόζουν 7 ξωκλήσια με τη δική τους ξεχωριστή ιστορία το καθένα. Αξιοσημείωτο είναι να σταθούμε στο Σχολείο του χωριού στο κέντρο των τριών συνοικισμών που έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακό και διατηρητέο. Η μεσαία αίθουσα χτίστηκε στις αρχές του 1900, ύστερα χτίστηκε η αίθουσα προς το ποτάμι και το 1936 η αίθουσα προς το δρόμο, τους βοηθητικούς χώρους και το μεγάλο προαύλιο, που πριν ήταν γκρεμός με θέα το ποτάμι. Το σχολείο στην εποχή της ακμής του, ήταν το πιο σύγχρονο του νομού. Στα χρόνια όμως της γερμανικής κατοχής χρησιμοποιήθηκε κατά διαστήματα ως έδρα των διερχομένων Γερμανών και Ιταλών, υπέστη ζημιές. Λέγεται ότι στην περιοχή του σχολείου υπήρχε εβραϊκή συνοικία και μάλιστα η περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα η Οβρέικα.
Γεωγραφικά – Περιβαλλοντικά – Δημογραφικά Στοιχεία Στο τοπικό διαμέρισμα του Λαμπόκαμπου ανήκει και ο οικισμός «Πιστάματα». Έχει ορεινό ανάγλυφο και συνολική έκταση 32.500στρ. Από αυτά 2.500στρ. είναι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, 29.600στρ. βοσκότοποι και 1.100στρ. λοιπές εκτάσεις. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται στους 121 κατοίκους με 3,72 πυκνότητα πληθυσμού ανά τ.χμ.. Η κύρια απασχόληση των κατοίκων του οικισμού είναι η κτηνοτροφία, η αμπελουργία και η γεωργία. Τα υψώματα γύρω του είναι γυμνά, σκληρά και άδεντρα, γι αυτό η περιοχή έχει ξηρό και υγιεινό κλίμα. Το χωριό βρίσκεται στο τρίγωνο θα λέγαμε μεταξύ Κρεμαστής, Ρειχιάς και Χάρακα, στη νότια άκρη του Λαμποκαμπιού, όπου διακόπτεται αυτό από δυο μικρά δασάκια βελανιδιών και άλλων δέντρων, το ένα στη Β.Δ. είσοδο του χωριού και το άλλο στη θέση «Βάσιες». Στη θέση «Χιονοβούνι» υπάρχει το εντυπωσιακό δάσος ελάτης. Ιστορικά στοιχεία Ο οικισμός Λαμπόκαμπος εμφανίζεται στις γραπτές πηγές στα χρόνια της Β΄ Τουρκοκρατίας (1715-1821). Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι αρχαίες οικιστικές εγκαταστάσεις υπήρχαν στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Οι κάτοικοι συσχετίζουν το όνομα του χωριού με το τοπωνύμιο Λαμποκάμπι δηλαδή με το όνομα μικρού οροπεδίου, στην άκρη του οποίου έχει χτιστεί ο οικισμός. Είναι η νέα ονομασία του οικισμού «Φρέγκρα» (ή Φρέγκα). Στα ανατολικά του, κοντά στο κοιμητήριο, διακρίνονται σωροί από πέτρες και διάσπαρτη κεραμική στο γύρω χώρο, λείψανα πιθανότατα εγκαταλειμμένου οικισμού. Αξιοσημείωτο είναι σε πλησιόχωρη θέση το μεσαιωνικό κυριωνυμικό τοπωνύμιο «Πατρίκι». Την υπόθεση κάποιας εγκατάστασης σε αρχαιότερους χρόνους ενισχύει εξάλλου η ανεύρεση επιτύμβιας στήλης στην περιφέρεια του οικισμού.
Lampokampos
Γεωγραφικά – Περιβαλλοντικά – Δημογραφικά Στοιχεία Στο τοπικό διαμέρισμα του Λαμπόκαμπου ανήκει και ο οικισμός «Πιστάματα». Έχει ορεινό ανάγλυφο και συνολική έκταση 32.500στρ. Από αυτά 2.500στρ. είναι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, 29.600στρ. βοσκότοποι και 1.100στρ. λοιπές εκτάσεις. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται στους 121 κατοίκους με 3,72 πυκνότητα πληθυσμού ανά τ.χμ.. Η κύρια απασχόληση των κατοίκων του οικισμού είναι η κτηνοτροφία, η αμπελουργία και η γεωργία. Τα υψώματα γύρω του είναι γυμνά, σκληρά και άδεντρα, γι αυτό η περιοχή έχει ξηρό και υγιεινό κλίμα. Το χωριό βρίσκεται στο τρίγωνο θα λέγαμε μεταξύ Κρεμαστής, Ρειχιάς και Χάρακα, στη νότια άκρη του Λαμποκαμπιού, όπου διακόπτεται αυτό από δυο μικρά δασάκια βελανιδιών και άλλων δέντρων, το ένα στη Β.Δ. είσοδο του χωριού και το άλλο στη θέση «Βάσιες». Στη θέση «Χιονοβούνι» υπάρχει το εντυπωσιακό δάσος ελάτης. Ιστορικά στοιχεία Ο οικισμός Λαμπόκαμπος εμφανίζεται στις γραπτές πηγές στα χρόνια της Β΄ Τουρκοκρατίας (1715-1821). Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι αρχαίες οικιστικές εγκαταστάσεις υπήρχαν στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Οι κάτοικοι συσχετίζουν το όνομα του χωριού με το τοπωνύμιο Λαμποκάμπι δηλαδή με το όνομα μικρού οροπεδίου, στην άκρη του οποίου έχει χτιστεί ο οικισμός. Είναι η νέα ονομασία του οικισμού «Φρέγκρα» (ή Φρέγκα). Στα ανατολικά του, κοντά στο κοιμητήριο, διακρίνονται σωροί από πέτρες και διάσπαρτη κεραμική στο γύρω χώρο, λείψανα πιθανότατα εγκαταλειμμένου οικισμού. Αξιοσημείωτο είναι σε πλησιόχωρη θέση το μεσαιωνικό κυριωνυμικό τοπωνύμιο «Πατρίκι». Την υπόθεση κάποιας εγκατάστασης σε αρχαιότερους χρόνους ενισχύει εξάλλου η ανεύρεση επιτύμβιας στήλης στην περιφέρεια του οικισμού.
Ο αρχικός οικισμός είναι βυζαντινών χρόνων και είχε αναπτυχθεί στην θέση Παλαιοχώρα της κορυφογραμμής Βαβύλα. Πλησίον υπήρχε ο Αυλός, από την οποία γινόταν η ύδρευση και των άλλων οικισμών. Χαλάσματα άλλου οικισμού συναντάμε στην θέση Φλέβα. Στην περιοχή του Λαχίου υπάρχει μικρός βυζαντινος ναός του Αγ. Γεωργίου Βαβύλας, αγιογραφημένος με πλούσια θεματογραφία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει ο ναός του Αγ. Χαραλάμπους, στην δε πλατανόφυλλη περιοχή Φλέβα (Καλλένια) με τα άφθονα τρεχούμε νερά, ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στην θέση Παλαιόκαστρο, υπάρχει φυσικό λιμάνι, στο οποίο καταφεύγουν τα πλοιάρια των κατοίκων. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, εδώ ήταν χτισμένη η πόλις Ήτις, την οποία ως γνωστό, είχε κτίσει ο Αινείας. Ένα επιβλητικό κτηριακό συγκρότημα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεσπόζει στην γραφική παραλία του Λαχίου, προϊόν μόχθου και προσωπικής φροντίδος του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη κ.κ. Ευστάθιου, δωρεά του ιδρύματος Σπ. Νιάρχου.
Lachi
Ο αρχικός οικισμός είναι βυζαντινών χρόνων και είχε αναπτυχθεί στην θέση Παλαιοχώρα της κορυφογραμμής Βαβύλα. Πλησίον υπήρχε ο Αυλός, από την οποία γινόταν η ύδρευση και των άλλων οικισμών. Χαλάσματα άλλου οικισμού συναντάμε στην θέση Φλέβα. Στην περιοχή του Λαχίου υπάρχει μικρός βυζαντινος ναός του Αγ. Γεωργίου Βαβύλας, αγιογραφημένος με πλούσια θεματογραφία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει ο ναός του Αγ. Χαραλάμπους, στην δε πλατανόφυλλη περιοχή Φλέβα (Καλλένια) με τα άφθονα τρεχούμε νερά, ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στην θέση Παλαιόκαστρο, υπάρχει φυσικό λιμάνι, στο οποίο καταφεύγουν τα πλοιάρια των κατοίκων. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, εδώ ήταν χτισμένη η πόλις Ήτις, την οποία ως γνωστό, είχε κτίσει ο Αινείας. Ένα επιβλητικό κτηριακό συγκρότημα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεσπόζει στην γραφική παραλία του Λαχίου, προϊόν μόχθου και προσωπικής φροντίδος του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη κ.κ. Ευστάθιου, δωρεά του ιδρύματος Σπ. Νιάρχου.
Τα Λιρά και αυτά είναι οικισμός του Δήμου Μονεμβάσιας με μεγάλη ιστορία. Έως το 1770, τα Λιρά χαρακτηρίζονταν ως το μεγαλύτερο χωριό της περιφέρειας, μαζί με τους οικισμούς Καλύβες και Τέρια. Ο παλαιός οικισμός στα Λιρά διαθέτει μεγάλο ποσοστό διατηρητέων σπιτιών και στα Τέρια υπάρχουν λίγα παραδοσιακά σπίτια τα οποία χρησιμοποιούνται περιστασιακά. Εοτόκου, ένα ναό βυζαντινών χρόνων, καθώς και την Αγία Άννα του 12ου αιώνα και τον Άγιο Αντώνιο. Ακόμα σώζονται δύο νερόμυλοι. Στα Λιρά αξίζει να δείτε τον Αϊ Τζούρα, τους Άγιους Απόστολους και τον Προφήτη Ηλία, που είναι όλοι τους ναοί βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Lira
Τα Λιρά και αυτά είναι οικισμός του Δήμου Μονεμβάσιας με μεγάλη ιστορία. Έως το 1770, τα Λιρά χαρακτηρίζονταν ως το μεγαλύτερο χωριό της περιφέρειας, μαζί με τους οικισμούς Καλύβες και Τέρια. Ο παλαιός οικισμός στα Λιρά διαθέτει μεγάλο ποσοστό διατηρητέων σπιτιών και στα Τέρια υπάρχουν λίγα παραδοσιακά σπίτια τα οποία χρησιμοποιούνται περιστασιακά. Εοτόκου, ένα ναό βυζαντινών χρόνων, καθώς και την Αγία Άννα του 12ου αιώνα και τον Άγιο Αντώνιο. Ακόμα σώζονται δύο νερόμυλοι. Στα Λιρά αξίζει να δείτε τον Αϊ Τζούρα, τους Άγιους Απόστολους και τον Προφήτη Ηλία, που είναι όλοι τους ναοί βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Το χωριό χτίστηκε γύρω στα 1650 μ. Χ., επάνω στο βουνό για την αποφηγή των επιδρομών των πειρατών. Το όνομά του το οφείλει στην ύπαρξη μιας μεγάλης ρεματιάς στο κέντρο του χωριού που το χωρίζει στα δύο. Κατά την επανάσταση του 1821, το χωριό είχε 30 ελληνικές οικογένειες και 5 τουρκικές. Το 1829 αριθμούσε 300 κατοίκους, ενώ πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ανέρχεται στους 330 περίπου. Ο ναός της Υπαπαντής χτίστηκε το 1708, όπως μαρτυρεί επιγραφή που είναι τοποθετημένη στον τοίχο του ναού.
Mesochori
Το χωριό χτίστηκε γύρω στα 1650 μ. Χ., επάνω στο βουνό για την αποφηγή των επιδρομών των πειρατών. Το όνομά του το οφείλει στην ύπαρξη μιας μεγάλης ρεματιάς στο κέντρο του χωριού που το χωρίζει στα δύο. Κατά την επανάσταση του 1821, το χωριό είχε 30 ελληνικές οικογένειες και 5 τουρκικές. Το 1829 αριθμούσε 300 κατοίκους, ενώ πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ανέρχεται στους 330 περίπου. Ο ναός της Υπαπαντής χτίστηκε το 1708, όπως μαρτυρεί επιγραφή που είναι τοποθετημένη στον τοίχο του ναού.
Το χωριό Μεταμόρφωση βρίσκεται σε απόσταση μόλις 5 χλμ. από το κέντρο του Δήμου Μολάων, και περίπου 78 χλμ. νοτιοανατολικά της Σπάρτης. Το χωριό είναι χτισμένο στους πρόποδες του βουνού «Κουλοχέρα» στις παρυφές του Πάρνωνα σε υψόμετρο 120 μέτρα, και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή αριθμεί μόλις 555 κατοίκους. Ιστορικά Πριν από το 1961 το χωριό ονομαζόταν Καταβόθρα. Το όνομα αυτό προερχόταν από μια φυσική καταβόθρα που υπάρχει στα όρια του, όπου και καταλήγουν τα νερά της βροχής από όλη την περιοχή. Το έτος 1927 ολοκληρώθηκε η ανέγερση του Δημοτικού σχολείου. Το Διθέσιο Δημοτικό Σχολείο παραμένει ενεργό και φιλοξενεί τους μαθητές της Ε’ και ΣΤ’ τάξης από το ίδιο το χωριό καθώς επίσης και από τη γειτονική Συκέα. Οι μαθητές των υπόλοιπων τάξεων μεταφέρονται καθημερινά και παρακολουθούν τα μαθήματα τους στο Δημοτικό Σχολείο της Συκέας. Το έτος 1961 το χωριό μετονομάζεται σε Μεταμόρφωση με αφορμή την ολοκλήρωση του νέου Ιερού ναού που φέρει το όνομα «Μεταμόρφωση του Σωτήρος». Ο νέος ιερός ναός κτίσθηκε στη θέση του παλιού με τη βοήθεια τόσο των ομογενών από το εξωτερικό όσο και την προσωπική εργασία των κατοίκων του χωριού. Ενδιαφέροντα σημεία Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο χωριό, από αρχαιολογικής πλευράς παρουσιάζουν τα σπήλαια που βρίσκονται στην περιοχή με το όνομα «Τρύπα του Βοριά». Οι σπηλαιολόγοι που τα εξέτασαν μιλούν για ένα θαύμα της ελληνικής φύσης. Η σπανιότητα τους τα καθιστά μοναδικά για τα ελληνικά δεδομένα. Η έκταση τους είναι τέτοια που όπως αναφέρεται από τους ειδικούς, το χωριό είναι κτισμένο επάνω σε ένα τμήμα των σπηλαίων αυτών. Σπουδαία από άποψη παράδοσης είναι και η περιοχή «Πηγάδια» στα νότια όρια του οικισμού. Πρόκειται για μια περιοχή όπου βρίσκονται παραδοσιακοί νερόμυλοι που πρόσφατα αναπαλαιώθηκαν και αποτελούν μια εικόνα η οποία ξυπνά νοσταλγικές στιγμές του παρελθόντος για τους μεγαλύτερους, και αποτελεί πηγή διδασκαλίας για τους μικρότερους. Στα όρια του χωριού μπορεί να συναντήσεις κανείς και αρκετά ξωκλήσια που χρήζουν ιδιαίτερης ομορφιάς. Μερικά από αυτά είναι: η Αγία Μαρίνα, η Παναγίτσα & ο Άγιος Γρηγόριος.
Metamorfosi
Το χωριό Μεταμόρφωση βρίσκεται σε απόσταση μόλις 5 χλμ. από το κέντρο του Δήμου Μολάων, και περίπου 78 χλμ. νοτιοανατολικά της Σπάρτης. Το χωριό είναι χτισμένο στους πρόποδες του βουνού «Κουλοχέρα» στις παρυφές του Πάρνωνα σε υψόμετρο 120 μέτρα, και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή αριθμεί μόλις 555 κατοίκους. Ιστορικά Πριν από το 1961 το χωριό ονομαζόταν Καταβόθρα. Το όνομα αυτό προερχόταν από μια φυσική καταβόθρα που υπάρχει στα όρια του, όπου και καταλήγουν τα νερά της βροχής από όλη την περιοχή. Το έτος 1927 ολοκληρώθηκε η ανέγερση του Δημοτικού σχολείου. Το Διθέσιο Δημοτικό Σχολείο παραμένει ενεργό και φιλοξενεί τους μαθητές της Ε’ και ΣΤ’ τάξης από το ίδιο το χωριό καθώς επίσης και από τη γειτονική Συκέα. Οι μαθητές των υπόλοιπων τάξεων μεταφέρονται καθημερινά και παρακολουθούν τα μαθήματα τους στο Δημοτικό Σχολείο της Συκέας. Το έτος 1961 το χωριό μετονομάζεται σε Μεταμόρφωση με αφορμή την ολοκλήρωση του νέου Ιερού ναού που φέρει το όνομα «Μεταμόρφωση του Σωτήρος». Ο νέος ιερός ναός κτίσθηκε στη θέση του παλιού με τη βοήθεια τόσο των ομογενών από το εξωτερικό όσο και την προσωπική εργασία των κατοίκων του χωριού. Ενδιαφέροντα σημεία Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο χωριό, από αρχαιολογικής πλευράς παρουσιάζουν τα σπήλαια που βρίσκονται στην περιοχή με το όνομα «Τρύπα του Βοριά». Οι σπηλαιολόγοι που τα εξέτασαν μιλούν για ένα θαύμα της ελληνικής φύσης. Η σπανιότητα τους τα καθιστά μοναδικά για τα ελληνικά δεδομένα. Η έκταση τους είναι τέτοια που όπως αναφέρεται από τους ειδικούς, το χωριό είναι κτισμένο επάνω σε ένα τμήμα των σπηλαίων αυτών. Σπουδαία από άποψη παράδοσης είναι και η περιοχή «Πηγάδια» στα νότια όρια του οικισμού. Πρόκειται για μια περιοχή όπου βρίσκονται παραδοσιακοί νερόμυλοι που πρόσφατα αναπαλαιώθηκαν και αποτελούν μια εικόνα η οποία ξυπνά νοσταλγικές στιγμές του παρελθόντος για τους μεγαλύτερους, και αποτελεί πηγή διδασκαλίας για τους μικρότερους. Στα όρια του χωριού μπορεί να συναντήσεις κανείς και αρκετά ξωκλήσια που χρήζουν ιδιαίτερης ομορφιάς. Μερικά από αυτά είναι: η Αγία Μαρίνα, η Παναγίτσα & ο Άγιος Γρηγόριος.
Οι Μολάοι είναι η πρωτεύουσα του νέου “Καλλικρατικού” Δήμου Μονεμβασίας. Η πόλη είναι χτισμένη στις δυτικές παρυφές της μικρής ομώνυμης πεδιάδας, 61 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης, σε υψόμετρο 200 μ. στους πρόποδες του όρους Κουρκούλα. Έχει ΝΑ προσανατολισμό προς τον Πάρνωνα και τη Μονεμβασιά. Αποτελεί το Διοικητικό Κέντρο ευρύτερης περιοχής διαθέτοντας Περιφερειακό Νοσοκομείο, Γηροκομείο- Άσυλο Ανιάτων, Πολεοδομικό Γραφείο, Αστυνομία, Γ.Ε.Φ.-Δ.Ο.Υ., Ειρηνοδικείο, Δασαρχείο, Κ.Ε.Π., Πυροσβεστική Υπηρεσία, Δημόσια Βιβλιοθήκη, Τράπεζες (Alpha, Εθνική, Πειραιώς). Στους Μολάους λειτουργούν Δημοτικός Παιδικός Σταθμός, δύο Νηπιαγωγεία, Δημοτικό Σχολείο, Γυμνάσιο, Ενιαίο Λύκειο & Λύκειο ΕΠΑ.Λ. Μαθητική Εστία και Κ.Δ.Α.Π. Για τις αθλητικές δραστηριότητες υπάρχουν το Δημοτικό Στάδιο, το Κλειστό Γυμναστήριο και το Δημοτικό Προπονητήριο καθώς και ανοικτά γήπεδα διαφόρων αθλημάτων. Οι Μολάοι διαθέτουν εμπορικό κέντρο. Ο πληθυσμός τους ασχολείται κατά ποσοστό περίπου 40,3% με τον πρωτογενή τομέα, 11,7% με τον δευτερογενή τομέα και 48% με τον τριτογενή τομέα. Κατά την απογραφή του έτους 2001 ο πληθυσμός της ήταν 3.021 κάτοικοι, ενώ κατά την απογραφή του έτους 1991 ήταν 3.010 κάτοικοι, κατά την απογραφή του έτους 1981 ήταν 2.416 κάτοικοι και κατά την απογραφή του έτους 1971 2.484 κάτοικοι. Ιστορία (Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Πραχάλη “ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΟΛΑΩΝ” – έκδοση της τοπικής Εκκλησίας το 2008) Ο πρώτος οικισμός των Μολάων δημιουργήθηκε κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο (12ος – 13ος αιών) στο χώρο γύρω και βόρεια από τον «Παλιόπυργο» με μετακίνηση κατοίκων από τους γειτονικούς οικισμούς, εξαιτίας της ύπαρξης εδώ των πηγαίων νερών, των άριστων κλιματολογικών συνθηκών και της στοιχειώδους αλλά πολύτιμης προστασίας από τους διάφορους επιδρομείς . Το όνομα Μολάοι προέκυψε από τη λατινική (ρωμαϊκή) λέξη «Mola» που σημαίνει μύλος. Σημειώνουμε ότι η τεχνική του νερόμυλου στον ελληνικό χώρο και βέβαια και στο φαράγγι των μετέπειτα Μολάων άρχισε να εφαρμόζεταιαπό τη ρωμαϊκή εποχή και μετά (από τα πρώτα μ.Χ. χρόνια). Πρώτη καταγραφή με το τοπωνύμιο Mola υπάρχει στο κείμενο της συνθήκης της Σαπιέντζας ( 1209 ). Επίσημη όμως αναφορά του ονόματος «Μολάοι» βρίσκουμε σε αργυρόβουλο του Δεσπότη Θεόδωρου Παλαιολόγου (1445). Ο μικρός βυζαντινός οικισμός δεν αναπτύχθηκε εκείνη την εποχή σε αξιόλογη πόλη, κυρίως ,επειδή η άνθιση στην ευρύτερη περιοχή του μεγάλου αστικού και εμπορικού κέντρου της Μονεμβασίας δεν άφηνε περι-θώρια για κάτι τέτοιο. Και στα χρόνια της τουρκοκρατίας επίσης παρέμεινε ένα μικρό σχετικά χωριό, που το είχαν επιλέξει για μόνιμη κατοικία ,λόγω των νερών και του Παλιόπυργου , μάλλον ευκατά-στατοι Τούρκοι. Με τα Ορλωφικά (1770) οι Μολάοι παθαίνουν μεγάλη καταστροφή από τους Τουρκαλβανούς. Απελευθερώνονται μερικές ημέρες νωρίτερα από την 25η Μαρτίου 1821, για να ερημωθούν όμως το 1825 μαζί με όλη την περιοχή από τον Ιμπραήμ. Το 1828 απογράφονται ως ένα από τα χωριά της επαρχίας Μον/σίας. Στη συνέχεια δέχονται την εγκατάσταση παροίκων από τη Μον/σία, την Κρήτη, τη Μάνη, την Κυνουρία κλπ και έτσι με την πάροδο του χρόνου μορφοποιείται η κωμό-πολη των Μολάων , που το 1835 ορίζεται έδρα του τέως Δήμου Ασωπού, το 1864 αναγνωρίζεται πρωτεύουσα της Επαρχ. Επιδ. Λιμηράς , το 1912 αποτελεί αυτόνομη Κοινότητα και το 1947 γίνεται Δήμος. Γύρω από τους σημερινούς Μολάους υπάρχει ένα τόξο με σημάδια πρότερης ζωής και πολιτισμού ποικίλης ιστορικής ηλικίας : Γκαγκανιά (αρχ. Πηγαί) με ευρήματα από τη νεολιθική μέχρι και τη βυζαντινή εποχή, με το ιστορικό μοναστήρι ,τα παλιά μεταλλεία. Παλιοχώρι ,όπου ο ΆγιοςΕυστράτιος, μεταξύ Γκαγκανιάς και Σπαναίικων ,με θραύσματα από μελανόμορφα αγγεία , και το ‘’ μνήμα της νύφης’’ κατά την παράδοση. Χαλάσματα 3 χλμ. ΒΑ των Μολάων ,στα πενταγιούσια (πέντε άγιοι) με ερείπια χριστ. ναών του 6ου αιώνα. Πιθανώς σ’αυτή τη θέση να βρισκόταν ο αρχαίος οικισμός Λεύκη (από τις λεύκες της ομώνυμης πεδιάδας,την οποία ,σύμφωνα με αρχ. παράδοση διέρρεε ο Ασωπός ποταμός).Υπολείμματα του αρχ. αγωγού για τη μεταφορά του νερού από τη Γκαγκανιά (Πηγαί) έως εδώ διακρίνονται και σήμερα. Λουτρό, πιο κάτω από το Εθν. Στάδιο. Καταστράφηκαν τα ερείπια των λουτρών (τα κτιράκια) από τους ιδιοκτήτες των αγρών. Κουτσούμπες, βόρ. του νέου ελαιτριβείου. Συλλογή αρχ. ευρημάτων φυλάσσεται στο Γ. Λύκειο Μολάων. Αϊ – Γιώργης , βυζαντ. εκκλησάκι 13ου αιων. στο Δημ. Σχολείο, παλαιό νεκροταφείο των Μολάων, με αξιόλογες τοιχογραφίες. Η θολωτή Βρύση πάνω από το Σχολείο. Υπήρχε στη θέση της πολύ παλαιά πηγή. Παναγία στου Κοκολάκη, Βυζαντ. ναϊσκος 13ου αιων. με στοιχεία πλινθοπερίκλειστης δομής, εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του Μυστρά. Πύργοι, τουρκ.υπολείμματα στην Περαμεριά των Μολάων. Παλιόπυργος, μικρό ερειπωμένο οχυρό(πύργος) χωρίς ιδαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Αναδεικνύεται αισθητικά λόγω της δεσπόζουσας θέσης του επάνω στην κορυφή ενός πανύψηλου βράχου του βουνού της Κουρκούλας, φυτευτού λες κι απροσπέλαστου απ’όλες σχεδόν τις πλευρές, με το φαράγγι του Λάρνακα και τους δώδεκα νερόμυλους στα πόδια του. Η τοιχοδομία του ερειπίου με τα εσωτερικά λούκια, η καμάρα, η στέρνα ,αλλά και η γενική του εικόνα οδηγούν στην άποψη ότι πρόκειται για τούρκικη κατασκευή ,η οποία έγινε πάνω σε προγενέστερη φράγκικη ή βυζαντινή. Η άνοδος και η κάθοδος γινόταν με ξύλινες κινητές σκάλες και μεγάλα κρεμασμένα σχοινιά. Προφανώς κτίστηκε και για τον έλεγχο του φαραγγιού, που χρησιμοποιούνταν σαν δευτερεύων δρόμος (πέρασμα) επικοινωνίας ανάμεσα στις περιοχές ΄Ελους και Μολάων (βλ. κατωτέρω). Με τον Παλιόπυργο συνδέονται διάφορες τοπικές λαϊκές παραδόσεις. Στη ρίζα του, ανατολικά ,με φόντο τη μουντή παλιοσύνη του βράχου , ασπρολογάει το πανέμορφο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, πολιούχου των Μολάων. Είναι ο τρίτος φερώνυμος ναός που χτίστηκε σ’αυτή τη θέση (1960-62). Ο πρώτος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1910-12) και ο δεύτερος το 1938-39. Παναγίτσα στου Καρακίτσου, ψηλότερα μέσα στη χαράδρα, δυο χλμ. περίπου, Κοίμηση και Ζωοδόχος Πηγή εξαιτίας της κοντινής της πηγής , μοναστήρι αρχικά με δυο μοναχούς(υπήρχαν τα κελιά μέχρι την κατασκευή του δρόμου για πρόσβαση με αυτ/το), με δικό του νερόμυλο και χωράφια (πεζούλες). Καταστράφηκε με τη διέλευση του Ιμπραήμ και ξαναχτίστηκε το 1828 περίπου. Παλιόκαστρο, ερείπια μεσαιωνικού παρατηρητηρίου (ίσως το αρχαίο Κορυφάσιο που ήλεγχε το δρόμο μεταξύ της αρχ. Επιδ. Λιμηράς και της Σπάρτης,) έξι χλμ. ψηλά σε μια από τις κορυφές της Κουρκούλας . Πριν από μερικά χρόνια ήταν σε χρήση (υπάρχει και σήμερα) στην αριστερή όχθη της χαράδρας το μονοπάτι που οδηγούσε πεζούς και ζώα από τη Γλυκόβρυση στους Μολάους και αντιστρόφως (Μουρτίτσα, Ανάθεμα του Παστελή, Βόλτες).
7 recommandé par les habitants
Molaoi
7 recommandé par les habitants
Οι Μολάοι είναι η πρωτεύουσα του νέου “Καλλικρατικού” Δήμου Μονεμβασίας. Η πόλη είναι χτισμένη στις δυτικές παρυφές της μικρής ομώνυμης πεδιάδας, 61 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης, σε υψόμετρο 200 μ. στους πρόποδες του όρους Κουρκούλα. Έχει ΝΑ προσανατολισμό προς τον Πάρνωνα και τη Μονεμβασιά. Αποτελεί το Διοικητικό Κέντρο ευρύτερης περιοχής διαθέτοντας Περιφερειακό Νοσοκομείο, Γηροκομείο- Άσυλο Ανιάτων, Πολεοδομικό Γραφείο, Αστυνομία, Γ.Ε.Φ.-Δ.Ο.Υ., Ειρηνοδικείο, Δασαρχείο, Κ.Ε.Π., Πυροσβεστική Υπηρεσία, Δημόσια Βιβλιοθήκη, Τράπεζες (Alpha, Εθνική, Πειραιώς). Στους Μολάους λειτουργούν Δημοτικός Παιδικός Σταθμός, δύο Νηπιαγωγεία, Δημοτικό Σχολείο, Γυμνάσιο, Ενιαίο Λύκειο & Λύκειο ΕΠΑ.Λ. Μαθητική Εστία και Κ.Δ.Α.Π. Για τις αθλητικές δραστηριότητες υπάρχουν το Δημοτικό Στάδιο, το Κλειστό Γυμναστήριο και το Δημοτικό Προπονητήριο καθώς και ανοικτά γήπεδα διαφόρων αθλημάτων. Οι Μολάοι διαθέτουν εμπορικό κέντρο. Ο πληθυσμός τους ασχολείται κατά ποσοστό περίπου 40,3% με τον πρωτογενή τομέα, 11,7% με τον δευτερογενή τομέα και 48% με τον τριτογενή τομέα. Κατά την απογραφή του έτους 2001 ο πληθυσμός της ήταν 3.021 κάτοικοι, ενώ κατά την απογραφή του έτους 1991 ήταν 3.010 κάτοικοι, κατά την απογραφή του έτους 1981 ήταν 2.416 κάτοικοι και κατά την απογραφή του έτους 1971 2.484 κάτοικοι. Ιστορία (Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Πραχάλη “ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΟΛΑΩΝ” – έκδοση της τοπικής Εκκλησίας το 2008) Ο πρώτος οικισμός των Μολάων δημιουργήθηκε κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο (12ος – 13ος αιών) στο χώρο γύρω και βόρεια από τον «Παλιόπυργο» με μετακίνηση κατοίκων από τους γειτονικούς οικισμούς, εξαιτίας της ύπαρξης εδώ των πηγαίων νερών, των άριστων κλιματολογικών συνθηκών και της στοιχειώδους αλλά πολύτιμης προστασίας από τους διάφορους επιδρομείς . Το όνομα Μολάοι προέκυψε από τη λατινική (ρωμαϊκή) λέξη «Mola» που σημαίνει μύλος. Σημειώνουμε ότι η τεχνική του νερόμυλου στον ελληνικό χώρο και βέβαια και στο φαράγγι των μετέπειτα Μολάων άρχισε να εφαρμόζεταιαπό τη ρωμαϊκή εποχή και μετά (από τα πρώτα μ.Χ. χρόνια). Πρώτη καταγραφή με το τοπωνύμιο Mola υπάρχει στο κείμενο της συνθήκης της Σαπιέντζας ( 1209 ). Επίσημη όμως αναφορά του ονόματος «Μολάοι» βρίσκουμε σε αργυρόβουλο του Δεσπότη Θεόδωρου Παλαιολόγου (1445). Ο μικρός βυζαντινός οικισμός δεν αναπτύχθηκε εκείνη την εποχή σε αξιόλογη πόλη, κυρίως ,επειδή η άνθιση στην ευρύτερη περιοχή του μεγάλου αστικού και εμπορικού κέντρου της Μονεμβασίας δεν άφηνε περι-θώρια για κάτι τέτοιο. Και στα χρόνια της τουρκοκρατίας επίσης παρέμεινε ένα μικρό σχετικά χωριό, που το είχαν επιλέξει για μόνιμη κατοικία ,λόγω των νερών και του Παλιόπυργου , μάλλον ευκατά-στατοι Τούρκοι. Με τα Ορλωφικά (1770) οι Μολάοι παθαίνουν μεγάλη καταστροφή από τους Τουρκαλβανούς. Απελευθερώνονται μερικές ημέρες νωρίτερα από την 25η Μαρτίου 1821, για να ερημωθούν όμως το 1825 μαζί με όλη την περιοχή από τον Ιμπραήμ. Το 1828 απογράφονται ως ένα από τα χωριά της επαρχίας Μον/σίας. Στη συνέχεια δέχονται την εγκατάσταση παροίκων από τη Μον/σία, την Κρήτη, τη Μάνη, την Κυνουρία κλπ και έτσι με την πάροδο του χρόνου μορφοποιείται η κωμό-πολη των Μολάων , που το 1835 ορίζεται έδρα του τέως Δήμου Ασωπού, το 1864 αναγνωρίζεται πρωτεύουσα της Επαρχ. Επιδ. Λιμηράς , το 1912 αποτελεί αυτόνομη Κοινότητα και το 1947 γίνεται Δήμος. Γύρω από τους σημερινούς Μολάους υπάρχει ένα τόξο με σημάδια πρότερης ζωής και πολιτισμού ποικίλης ιστορικής ηλικίας : Γκαγκανιά (αρχ. Πηγαί) με ευρήματα από τη νεολιθική μέχρι και τη βυζαντινή εποχή, με το ιστορικό μοναστήρι ,τα παλιά μεταλλεία. Παλιοχώρι ,όπου ο ΆγιοςΕυστράτιος, μεταξύ Γκαγκανιάς και Σπαναίικων ,με θραύσματα από μελανόμορφα αγγεία , και το ‘’ μνήμα της νύφης’’ κατά την παράδοση. Χαλάσματα 3 χλμ. ΒΑ των Μολάων ,στα πενταγιούσια (πέντε άγιοι) με ερείπια χριστ. ναών του 6ου αιώνα. Πιθανώς σ’αυτή τη θέση να βρισκόταν ο αρχαίος οικισμός Λεύκη (από τις λεύκες της ομώνυμης πεδιάδας,την οποία ,σύμφωνα με αρχ. παράδοση διέρρεε ο Ασωπός ποταμός).Υπολείμματα του αρχ. αγωγού για τη μεταφορά του νερού από τη Γκαγκανιά (Πηγαί) έως εδώ διακρίνονται και σήμερα. Λουτρό, πιο κάτω από το Εθν. Στάδιο. Καταστράφηκαν τα ερείπια των λουτρών (τα κτιράκια) από τους ιδιοκτήτες των αγρών. Κουτσούμπες, βόρ. του νέου ελαιτριβείου. Συλλογή αρχ. ευρημάτων φυλάσσεται στο Γ. Λύκειο Μολάων. Αϊ – Γιώργης , βυζαντ. εκκλησάκι 13ου αιων. στο Δημ. Σχολείο, παλαιό νεκροταφείο των Μολάων, με αξιόλογες τοιχογραφίες. Η θολωτή Βρύση πάνω από το Σχολείο. Υπήρχε στη θέση της πολύ παλαιά πηγή. Παναγία στου Κοκολάκη, Βυζαντ. ναϊσκος 13ου αιων. με στοιχεία πλινθοπερίκλειστης δομής, εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του Μυστρά. Πύργοι, τουρκ.υπολείμματα στην Περαμεριά των Μολάων. Παλιόπυργος, μικρό ερειπωμένο οχυρό(πύργος) χωρίς ιδαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Αναδεικνύεται αισθητικά λόγω της δεσπόζουσας θέσης του επάνω στην κορυφή ενός πανύψηλου βράχου του βουνού της Κουρκούλας, φυτευτού λες κι απροσπέλαστου απ’όλες σχεδόν τις πλευρές, με το φαράγγι του Λάρνακα και τους δώδεκα νερόμυλους στα πόδια του. Η τοιχοδομία του ερειπίου με τα εσωτερικά λούκια, η καμάρα, η στέρνα ,αλλά και η γενική του εικόνα οδηγούν στην άποψη ότι πρόκειται για τούρκικη κατασκευή ,η οποία έγινε πάνω σε προγενέστερη φράγκικη ή βυζαντινή. Η άνοδος και η κάθοδος γινόταν με ξύλινες κινητές σκάλες και μεγάλα κρεμασμένα σχοινιά. Προφανώς κτίστηκε και για τον έλεγχο του φαραγγιού, που χρησιμοποιούνταν σαν δευτερεύων δρόμος (πέρασμα) επικοινωνίας ανάμεσα στις περιοχές ΄Ελους και Μολάων (βλ. κατωτέρω). Με τον Παλιόπυργο συνδέονται διάφορες τοπικές λαϊκές παραδόσεις. Στη ρίζα του, ανατολικά ,με φόντο τη μουντή παλιοσύνη του βράχου , ασπρολογάει το πανέμορφο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, πολιούχου των Μολάων. Είναι ο τρίτος φερώνυμος ναός που χτίστηκε σ’αυτή τη θέση (1960-62). Ο πρώτος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1910-12) και ο δεύτερος το 1938-39. Παναγίτσα στου Καρακίτσου, ψηλότερα μέσα στη χαράδρα, δυο χλμ. περίπου, Κοίμηση και Ζωοδόχος Πηγή εξαιτίας της κοντινής της πηγής , μοναστήρι αρχικά με δυο μοναχούς(υπήρχαν τα κελιά μέχρι την κατασκευή του δρόμου για πρόσβαση με αυτ/το), με δικό του νερόμυλο και χωράφια (πεζούλες). Καταστράφηκε με τη διέλευση του Ιμπραήμ και ξαναχτίστηκε το 1828 περίπου. Παλιόκαστρο, ερείπια μεσαιωνικού παρατηρητηρίου (ίσως το αρχαίο Κορυφάσιο που ήλεγχε το δρόμο μεταξύ της αρχ. Επιδ. Λιμηράς και της Σπάρτης,) έξι χλμ. ψηλά σε μια από τις κορυφές της Κουρκούλας . Πριν από μερικά χρόνια ήταν σε χρήση (υπάρχει και σήμερα) στην αριστερή όχθη της χαράδρας το μονοπάτι που οδηγούσε πεζούς και ζώα από τη Γλυκόβρυση στους Μολάους και αντιστρόφως (Μουρτίτσα, Ανάθεμα του Παστελή, Βόλτες).
Ο πρωτόφερτος επισκέπτης αποκτά αμέσως ένα θερμό ενδιαφέρον για το παρελθόν του τόπου αυτού, που αναδίνει μια ξεχωριστή ακτινοβολία στο πάνθεο των μεγάλων ελληνικών γεγονότων. Το 375 μ.Χ. έγιναν οι φοβεροί σεισμοί, που συνεκλόνισαν τα νότια παράλια της Πελοποννήσου με καταποντισμούς νησιών και καθιζήσεις εδαφών. Τότε, ξεφύτρωσε ο σημερινός βράχος, με την ιδιόρρυθμη μορφή του. Μέσα στην κοσμογονική αυτή θεομηνία ξεχώρισε η άκρα Μίνωα, όπως αναφέρει ο ιστορικός Παυσανίας στα Λακωνικά, από το συμπαγές Λακωνικό έδαφος. Ο θυμός του Ποσειδώνα και η στρατηγική του Άρη, δημιούργησαν το μεγαλόπρεπο αυτόν γίγαντα ανάμεσα ουρανού, γης και αχανούς πελάγους, για να τον κάνουν φοβερό και απόρθητο. Γνωρίζουμε ότι τον 6ον αιώνα, δηλαδή το 558 μ.Χ., στην εποχή του αυτοκράτορα Μαυρικίου, όταν οι Άβαροι κατέλυσαν την Πελοπόννησο, για να διαφύγουν τη σφαγή και την ατίμωση, άλλοι, με τον τότε επίσκοπο ανέβηκαν στην κορυφή του βράχου και οχυρώθηκαν, και άλλοι έφυγαν για τη Σικελία. Έτσι, δημιουργήθηκε ο πρώτος οικιστικός πυρήνας του οχυρού, σα μια στρατιωτική βάση. Τη στρατιωτική αξία του βράχου, την αναγνώρισε ο περίφημος στρατηγός του μεγάλου Ιουστινιανού, Βελισσάριος, κατά το 550 μ.Χ. για να κάνει ένα σίγουρο και αποτελεσματικό ορμητήριο εναντίον των εχθρών της Β. Αφρικής και της Δύσης. Όσοι Λάκωνες είχαν καταφύγει στο βράχο αυτόν βρήκαν σωστή ασφάλεια, καλή οχύρωση και καλό προορισμό. Ολάκερη η περιφέρεια του Βράχου, με υψομετρικό δείκτη 300 μ., με τις πλευρές κάθετες και απότομες, στεφανώνεται με γερά και πελώρια τείχη. Όλα τα περιμετρικά τείχη, δείγμα της σκληρής οχυρωματικής προσπάθειας, κτισμένα στο χείλος του γκρεμού, προκαλούν το θαυμασμό και την έκπληξη. Την τελεία οχύρωση του κάστρου τελειοποίησαν οι Βυζαντινοί κατά τον 9ο-10ο αιώνα, για ν’ αντιμετωπίσουν τον Αραβικό κίνδυνο που απειλούσε τη Μεσόγειο. Τότε η Μονεμβάσια έγινε ναυτική δύναμη και στρατιωτική βάση με τα απόρθητα φρουριακά συγκροτήματα της κάτω και απάνω πόλης. Το κάστρο έγινε ο σπουδαιότερος και ενδοξότερος προμαχώνας του Βυζαντίου. Για πρώτη φορά, αναφέρεται η Μονεμβασία από τον Όσιο Βιλλιβάλδο, όταν το 723, περνώντας για τους αγίους τόπους, την επισκέφτηκε. Άλλη ιστορική μαρτυρία έχουμε του Βυζαντινού υμνογράφου Θεοφάνη, που γράφει για τη μάστιγα της χολέρας που ερήμωσε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία (746-748) με πρώτο κρούσμα την Μονεμβασία, εξ αιτίας της εμπορικής επικοινωνίας που είχε μεταξύ Καλαβρίας και Σικελίας. Το 785 βλέπουμε τον πρώτο επίσκοπο Πέτρο, να παίρνει μέρος στην οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας. Η επάνω πόλη του κάστρου τοποθετείται σε προγενέστερη εποχή. Σήμερα, το θεόκτιστο κάστρο, των βυζαντινών είναι γεμάτο ερείπια. Μόνο η Αγιά Σοφιά, το περίτεχνο αυτό δημιούργημα της αρχιτεκτονικής, στέκει ανέπαφο, στη βορινή πλευρά του βράχου (κράνους) στο χείλος του απότομου γκρεμού. Ανεμόδαρτη από τους μανιασμένους βοριάδες και απροστάτευτη από τους κεραυνούς και τις καταιγίδες, διατηρείται, αιώνες τώρα, ασάλευτη, για να μας θυμίζει “τα περασμένα μεγαλεία”. Οι ιστορικοί παραδέχονται ότι είναι κτίσμα του θεοσεβή αυτοκράτορα Ανδρόνικου (1282-1328). Το βέβαιο είναι ότι κτίστηκε το 12ο αιώνα, έργο Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι μετά την ειρήνευση της Μεσογείου (961) και την απομάκρυνση της αραβικής απειλής, έστρεψαν την προσοχή τους προς νότο, για να δώσουν στον πληθυσμό μια κοινή συνείδηση ορθοδοξίας και ελληνικότητας. Έγινε το ξεκίνημα για οκταγωνικές εκκλησίες. Από τότε, εξ αιτίας της θέσης και της εμπορικής συναλλαγής, η Μονεμβάσια δημιουργεί μεγάλα κέρδη με τη μεταφορά του περίφημου κρασιού (μαλβάζια) στις ευρωπαϊκές αγορές, όπως της Βενετίας κ.α. Κατά τους χρόνους της τέταρτης σταυροφορίας (1204) με την επικράτηση των Φράγκων στην Ελληνική ανατολή και Πελοπόννησο, έμεινε ανεξάρτητη, ελεύθερη με τρανή ακμή.. Μόνο το 1248, ύστερα από τρία χρόνια πολιορκία, από στεριά και θάλασσα, ο Γουλιέλμος Β. Βιλλαρδουΐνος, κατόρθωσε να γίνει κύριος με ευνοϊκούς όρους για τους Μονεμβασίτες. Αξέχαστη παρέμεινε η καρτερία και η γενναιότητα των πολιορκουμένων κατά την τρίχρονη σκληρή πολιορκία. Μετά τη συντριβή του Βιλλαρδουΐνου στην Πελαγονία της Σερβίας, η “Μ” ελευθερώθηκε και έγινε το κέντρο των επιχειρήσεων εναντίον των Φράγκων. Εδώ, αποβιβάζονταν οι στρατιωτικές δυνάμεις της Κωνσταντινούπολης. Για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Μονεμβασίτες εναντίον των πολεμικών επιχειρήσεων των Φράγκων, οι Παλαιολόγοι τίμησαν την πόλη με ιδιαίτερα προνόμια, όπως εμπορικές-ναυτικές ατέλειες και προήγαγαν την επισκοπή σε Μητρόπολη. Το 1292 δέχεται μια δεινή λεηλασία από τον Καταλανό ναύαρχο Ρογήρο-Λούρια, ο οποίος συνέλαβε πολλούς κατοίκους, μεταξύ αυτών πολλές γυναίκες, επιδέξιες στην υφαντική και μεταξουργία, και τους οδήγησε στη Δύση. Έτσι διέδωσε την υφαντική και μεταξουργία. Το 1394 ο ευγενής Μονεμβασίτης Παύλος Μαμωνάς, επαναστάτησε κατά του Δεσποτάτου του θ. Παλαιολόγου. Ύστερα από ένα χρόνο η Μονεμβασία καταλήφθηκε από τον Ομάρ-Μπέη, στρατηγό του σουλτάνου Βαγιαζίτ. Αμέσως, την παρέδωσε στον θ. Παλαιολόγο, ο οποίος επεκράτησε του Μαμωνά. Το 1460 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ μετά την άλωση της πόλης, ζήτησε από τους κατοίκους να παραδώσουν σ’ αυτόν τη γυναίκα και την κόρη του Δ. Παλαιολόγου. Δεν έγινε η απαίτηση του Σουλτάνου, γιατί ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν στις αξιώσεις του. Τότε, ο Σουλτάνος κατάλαβε το δύσκολο της κατάληψης και άφησε ανενόχλητη τη Μονεμβασία. Τον επόμενο χρόνο ετέθη υπό την προστασία του Πάπα Τίτου Β’ και σε συνέχεια των Βενετών, οι οποίοι και την κατέλαβαν (1464). Μονεμβασία για να ολοκληρώσουν την κυριαρχία τους στο Μοριά. Οι Ναυπλιώτες και Μονεμβασίτες υπηρετούν υπό τη σημαία του αγίου Μάρκου. Το 1540 η Βενετία βρίσκεται σε δύσκολη θέση να υπογράψει συνθήκη με τους Τούρκους και να παραδώσει αμαχητί σ’ αυτούς τα κάστρα του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας. Τότε, οι περισσότεροι με τα ιερά και όσια της γενέτειρας τους, έφυγαν και κατοίκησαν στα Επτάνησα και στην Κρήτη. Περνά μια περίοδο μαρασμού και ερημιάς. Το 1690, για δεύτερη φορά, καταλαμβάνεται από τους Βενετούς και ξανά επιστρέφουν οι ξεσπιτωμένοι κάτοικοι για να ζήσουν κοντά στα πάτρια. Το 1715 δέχεται και δεύτερη τουρκοκρατία και αρχίζει πάλι η παρακμή. Μεγάλη καταστροφή δέχθηκε το 1770 κατά την επιδρομή των Τουρκαλβανών. Πάλι εκπατρίστηκαν και κατέφυγαν στην Μ. Ασία και σε διάφορα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Προ της Ελληνικής επανάστασης υπήρχαν 500 σπίτια στην κάτω πόλη και 50 στην επάνω. Οι Τούρκοι που κατοικούσαν μιλούσαν την ελληνική σα μητρική. Την πολιόρκησαν οι Έλληνες με δύο χιλιάδες Λάκωνες και Κυνουρείς, με οπλαρχηγούς Τζανετάκηδες, Γρηγοράκηδες και το Βουζανάρα. Η πολιορκία άρχισε το Μάρτιο του 1821 από στεριά και θάλασσα με τη βοήθεια των Σπετσιώτικων πλοίων. Οι Τούρκοι με τους λιγοστούς Έλληνες -όλοι 4.000- είχαν περιοριστεί στο επάνω οχυρωμένο τμήμα του Κάστρου. Ύστερα από πολιορκία και αφάνταστες στερήσεις αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδοθούν την 23.7.1821. Οι Τούρκοι κατά την παραμονή τους, παρά τη γενική αμάθεια, είχαν κάποια διαίσθηση και υποσυνείδητη αντίληψη του καλού, θαύμαζαν τη Μονεμβασία και την έλεγαν “Μενεξέ-Καλεσί” δηλ. φρούριο των μενεξέδων. Από κει βγήκε το δημοτικό τραγούδι “λαλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Λαμίας και, παλαμίδι τ’ Αναπλιού”. Μεγάλη σημασία έχουν σήμερα τα ιστορικά μνημεία που είναι σκόρπια εδώ κι εκεί. Ύστερα από ένα ανηφορικό δρομάκι, βρισκόμαστε στην επάνω πόλη. Περνάμε πύλες και στοές. Σωριασμένα πολλά χαλάσματα. Στρατώνες, αποθήκες, δεξαμενές, ανάκτορα, προμαχώνες, σπίτια. Δείγμα του τότε πολεοδομικού σχεδίου. Σε λίγο χώρο, πολλά κτίσματα. Αυτό ισχύει και για την κάτω πόλη. Αριστερά μας τα λείψανα του κολοσσιαίου μεγάρου του Βενετού Ρενιέρη (1511) με το οικόσημό του, λίγο πιο πάνω από την τάπια. Το αγνάτιο και παρατηρητήριο των εχθρικών κινήσεων. Στην κορυφή του κάστρου, σε οκταγωνικό σχέδιο, η Αγιά Σοφιά. Μοιάζει με τη μονή του Δαφνιού στην αρχιτεκτονική, και τον τρούλο. Πολλές φορές είχε μετατραπεί σε τζαμί, όπως όλες οι εκκλησίες. (1540-1715). Από το μέρος αυτό η παρατήρηση είναι εντυπωσιακή. Με ορατότητα, πρωινό, μπορούμε ν’ αγναντέψουμε τις κορυφογραμμές της Κρήτης. Κατεβαίνουμε ύστερα από το θέαμα αυτό προς την κάτω πόλη. Παντού καλοφτιαγμένα τείχη, δρομάκια πλακόστρωτα και εκκλησίες. Στο κέντρο, στην κάτω τάπια, δίπλα στο γερασμένο κανονάκι και στο παλιό τζαμί, σήμερα πρόχειρο μουσείο, βρίσκεται ο Ελκόμενος, η μεγαλύτερη μητροπολιτική εκκλησία του 12ου αιώνα. Επισκευάσθηκε και ανακαινίσθηκε τον 17ο αιώνα κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία (1687-1715). Ονομάζεται έτσι από την εικόνα του Χριστού (ελκομένου επί του σταυρού) που αφαιρέθηκε από τον Ισαάκιο Άγγελο και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σώζεται σήμερα αντίγραφο και είναι Επτανησιακής Βυζαντινής και Κρητικής τεχνοτροπίας. Παρατηρούμε στο Παλλάδιο της Μονεμβασιάς τις εικόνες του Προδρόμου, της Παρθένου Μαρίας, χρονολογούμενες την ίδια εποχή με αγιογράφηση Πελοποννησίων και Επτανησίων. Αριστερά και δεξιά, καθώς μπαίνουμε, οι αυτοκρατορικοί θρόνοι του Ανδρόνικου. Πιο κάτω, δίπλα στον ξενώνα, η Παναγία η Χρυσαφίτισσα του 17ου αιώνα. Εδώ βρισκόταν πριν από το 1150 η Παναγία η οδηγήτρια. Η σεπτή εικόνα της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας -κατά την παράδοση – ήλθε από τη Χρύσαφα του Πάρνωνα κατά τρόπο θαυμαστό. Η Παναγία η Οδηγήτρια έκανε το θαύμα της με την θεραπεία της μοναχής Μάρθας. Από το εσωτερικό φρεάτιο αναβλύζει νερό που θεωρείται ιαματικό. Στο άκρο έξω από τα τείχη, δίπλα στο βράχο, ο φάρος σε καλεί για απομόνωση. Εδώ η άκρα Μίνωα. Άλλες ενδιαφέρουσες εκκλησίες όπως ο άγιος Νικόλαος 1700, άγιος Στέφανος 1800, η Παναγία η Κρητικιά του 1700 και η Αγία Άννα, συνθέτουν μια εντυπωσιακή εικόνα στην αγκαλιά του βράχου για μελέτη και στοχασμό. Όταν έχουμε πίστωση χρόνου, μπορούμε να κάνουμε μερικούς περιπάτους όπως: Στα ερείπια της Επιδαύρου Λιμηράς. Στην όμορφη παραλία (Πορί) με την περίφημη πλαζ, και στη Χρανάπα με τα πρώιμα και νόστιμα φρούτα και κηπευτικά. Εδώ ήλθαν οι κάτοικοι της αρχαίας Επιδαύρου Αργολίδας, ύστερα από θεϊκά σημάδια που είδαν καθώς έπλεαν για την Κω. Έκτισαν το ναό του Ασκληπιού και αργότερα την πόλη. Έγινε αποικία της Αργολικής Επιδαύρου με αξιόλογο εμπορικό σταθμό. Κοντά υπήρχε μια μικρή λίμνη, της Ινούς. Είχε τείχος, Ακρόπολη, τους ναούς της Αφροδίτης, της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος και του Ασκληπιού. Από δω επικοινωνούσαν οι Βοίες. Υπάρχουν σήμερα τα ερείπια της πόλης με τους ναούς της Αφροδίτης και της Αθηνάς.
8 recommandé par les habitants
Château de Monemvasia
8 recommandé par les habitants
Ο πρωτόφερτος επισκέπτης αποκτά αμέσως ένα θερμό ενδιαφέρον για το παρελθόν του τόπου αυτού, που αναδίνει μια ξεχωριστή ακτινοβολία στο πάνθεο των μεγάλων ελληνικών γεγονότων. Το 375 μ.Χ. έγιναν οι φοβεροί σεισμοί, που συνεκλόνισαν τα νότια παράλια της Πελοποννήσου με καταποντισμούς νησιών και καθιζήσεις εδαφών. Τότε, ξεφύτρωσε ο σημερινός βράχος, με την ιδιόρρυθμη μορφή του. Μέσα στην κοσμογονική αυτή θεομηνία ξεχώρισε η άκρα Μίνωα, όπως αναφέρει ο ιστορικός Παυσανίας στα Λακωνικά, από το συμπαγές Λακωνικό έδαφος. Ο θυμός του Ποσειδώνα και η στρατηγική του Άρη, δημιούργησαν το μεγαλόπρεπο αυτόν γίγαντα ανάμεσα ουρανού, γης και αχανούς πελάγους, για να τον κάνουν φοβερό και απόρθητο. Γνωρίζουμε ότι τον 6ον αιώνα, δηλαδή το 558 μ.Χ., στην εποχή του αυτοκράτορα Μαυρικίου, όταν οι Άβαροι κατέλυσαν την Πελοπόννησο, για να διαφύγουν τη σφαγή και την ατίμωση, άλλοι, με τον τότε επίσκοπο ανέβηκαν στην κορυφή του βράχου και οχυρώθηκαν, και άλλοι έφυγαν για τη Σικελία. Έτσι, δημιουργήθηκε ο πρώτος οικιστικός πυρήνας του οχυρού, σα μια στρατιωτική βάση. Τη στρατιωτική αξία του βράχου, την αναγνώρισε ο περίφημος στρατηγός του μεγάλου Ιουστινιανού, Βελισσάριος, κατά το 550 μ.Χ. για να κάνει ένα σίγουρο και αποτελεσματικό ορμητήριο εναντίον των εχθρών της Β. Αφρικής και της Δύσης. Όσοι Λάκωνες είχαν καταφύγει στο βράχο αυτόν βρήκαν σωστή ασφάλεια, καλή οχύρωση και καλό προορισμό. Ολάκερη η περιφέρεια του Βράχου, με υψομετρικό δείκτη 300 μ., με τις πλευρές κάθετες και απότομες, στεφανώνεται με γερά και πελώρια τείχη. Όλα τα περιμετρικά τείχη, δείγμα της σκληρής οχυρωματικής προσπάθειας, κτισμένα στο χείλος του γκρεμού, προκαλούν το θαυμασμό και την έκπληξη. Την τελεία οχύρωση του κάστρου τελειοποίησαν οι Βυζαντινοί κατά τον 9ο-10ο αιώνα, για ν’ αντιμετωπίσουν τον Αραβικό κίνδυνο που απειλούσε τη Μεσόγειο. Τότε η Μονεμβάσια έγινε ναυτική δύναμη και στρατιωτική βάση με τα απόρθητα φρουριακά συγκροτήματα της κάτω και απάνω πόλης. Το κάστρο έγινε ο σπουδαιότερος και ενδοξότερος προμαχώνας του Βυζαντίου. Για πρώτη φορά, αναφέρεται η Μονεμβασία από τον Όσιο Βιλλιβάλδο, όταν το 723, περνώντας για τους αγίους τόπους, την επισκέφτηκε. Άλλη ιστορική μαρτυρία έχουμε του Βυζαντινού υμνογράφου Θεοφάνη, που γράφει για τη μάστιγα της χολέρας που ερήμωσε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία (746-748) με πρώτο κρούσμα την Μονεμβασία, εξ αιτίας της εμπορικής επικοινωνίας που είχε μεταξύ Καλαβρίας και Σικελίας. Το 785 βλέπουμε τον πρώτο επίσκοπο Πέτρο, να παίρνει μέρος στην οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας. Η επάνω πόλη του κάστρου τοποθετείται σε προγενέστερη εποχή. Σήμερα, το θεόκτιστο κάστρο, των βυζαντινών είναι γεμάτο ερείπια. Μόνο η Αγιά Σοφιά, το περίτεχνο αυτό δημιούργημα της αρχιτεκτονικής, στέκει ανέπαφο, στη βορινή πλευρά του βράχου (κράνους) στο χείλος του απότομου γκρεμού. Ανεμόδαρτη από τους μανιασμένους βοριάδες και απροστάτευτη από τους κεραυνούς και τις καταιγίδες, διατηρείται, αιώνες τώρα, ασάλευτη, για να μας θυμίζει “τα περασμένα μεγαλεία”. Οι ιστορικοί παραδέχονται ότι είναι κτίσμα του θεοσεβή αυτοκράτορα Ανδρόνικου (1282-1328). Το βέβαιο είναι ότι κτίστηκε το 12ο αιώνα, έργο Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι μετά την ειρήνευση της Μεσογείου (961) και την απομάκρυνση της αραβικής απειλής, έστρεψαν την προσοχή τους προς νότο, για να δώσουν στον πληθυσμό μια κοινή συνείδηση ορθοδοξίας και ελληνικότητας. Έγινε το ξεκίνημα για οκταγωνικές εκκλησίες. Από τότε, εξ αιτίας της θέσης και της εμπορικής συναλλαγής, η Μονεμβάσια δημιουργεί μεγάλα κέρδη με τη μεταφορά του περίφημου κρασιού (μαλβάζια) στις ευρωπαϊκές αγορές, όπως της Βενετίας κ.α. Κατά τους χρόνους της τέταρτης σταυροφορίας (1204) με την επικράτηση των Φράγκων στην Ελληνική ανατολή και Πελοπόννησο, έμεινε ανεξάρτητη, ελεύθερη με τρανή ακμή.. Μόνο το 1248, ύστερα από τρία χρόνια πολιορκία, από στεριά και θάλασσα, ο Γουλιέλμος Β. Βιλλαρδουΐνος, κατόρθωσε να γίνει κύριος με ευνοϊκούς όρους για τους Μονεμβασίτες. Αξέχαστη παρέμεινε η καρτερία και η γενναιότητα των πολιορκουμένων κατά την τρίχρονη σκληρή πολιορκία. Μετά τη συντριβή του Βιλλαρδουΐνου στην Πελαγονία της Σερβίας, η “Μ” ελευθερώθηκε και έγινε το κέντρο των επιχειρήσεων εναντίον των Φράγκων. Εδώ, αποβιβάζονταν οι στρατιωτικές δυνάμεις της Κωνσταντινούπολης. Για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Μονεμβασίτες εναντίον των πολεμικών επιχειρήσεων των Φράγκων, οι Παλαιολόγοι τίμησαν την πόλη με ιδιαίτερα προνόμια, όπως εμπορικές-ναυτικές ατέλειες και προήγαγαν την επισκοπή σε Μητρόπολη. Το 1292 δέχεται μια δεινή λεηλασία από τον Καταλανό ναύαρχο Ρογήρο-Λούρια, ο οποίος συνέλαβε πολλούς κατοίκους, μεταξύ αυτών πολλές γυναίκες, επιδέξιες στην υφαντική και μεταξουργία, και τους οδήγησε στη Δύση. Έτσι διέδωσε την υφαντική και μεταξουργία. Το 1394 ο ευγενής Μονεμβασίτης Παύλος Μαμωνάς, επαναστάτησε κατά του Δεσποτάτου του θ. Παλαιολόγου. Ύστερα από ένα χρόνο η Μονεμβασία καταλήφθηκε από τον Ομάρ-Μπέη, στρατηγό του σουλτάνου Βαγιαζίτ. Αμέσως, την παρέδωσε στον θ. Παλαιολόγο, ο οποίος επεκράτησε του Μαμωνά. Το 1460 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ μετά την άλωση της πόλης, ζήτησε από τους κατοίκους να παραδώσουν σ’ αυτόν τη γυναίκα και την κόρη του Δ. Παλαιολόγου. Δεν έγινε η απαίτηση του Σουλτάνου, γιατί ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν στις αξιώσεις του. Τότε, ο Σουλτάνος κατάλαβε το δύσκολο της κατάληψης και άφησε ανενόχλητη τη Μονεμβασία. Τον επόμενο χρόνο ετέθη υπό την προστασία του Πάπα Τίτου Β’ και σε συνέχεια των Βενετών, οι οποίοι και την κατέλαβαν (1464). Μονεμβασία για να ολοκληρώσουν την κυριαρχία τους στο Μοριά. Οι Ναυπλιώτες και Μονεμβασίτες υπηρετούν υπό τη σημαία του αγίου Μάρκου. Το 1540 η Βενετία βρίσκεται σε δύσκολη θέση να υπογράψει συνθήκη με τους Τούρκους και να παραδώσει αμαχητί σ’ αυτούς τα κάστρα του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας. Τότε, οι περισσότεροι με τα ιερά και όσια της γενέτειρας τους, έφυγαν και κατοίκησαν στα Επτάνησα και στην Κρήτη. Περνά μια περίοδο μαρασμού και ερημιάς. Το 1690, για δεύτερη φορά, καταλαμβάνεται από τους Βενετούς και ξανά επιστρέφουν οι ξεσπιτωμένοι κάτοικοι για να ζήσουν κοντά στα πάτρια. Το 1715 δέχεται και δεύτερη τουρκοκρατία και αρχίζει πάλι η παρακμή. Μεγάλη καταστροφή δέχθηκε το 1770 κατά την επιδρομή των Τουρκαλβανών. Πάλι εκπατρίστηκαν και κατέφυγαν στην Μ. Ασία και σε διάφορα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Προ της Ελληνικής επανάστασης υπήρχαν 500 σπίτια στην κάτω πόλη και 50 στην επάνω. Οι Τούρκοι που κατοικούσαν μιλούσαν την ελληνική σα μητρική. Την πολιόρκησαν οι Έλληνες με δύο χιλιάδες Λάκωνες και Κυνουρείς, με οπλαρχηγούς Τζανετάκηδες, Γρηγοράκηδες και το Βουζανάρα. Η πολιορκία άρχισε το Μάρτιο του 1821 από στεριά και θάλασσα με τη βοήθεια των Σπετσιώτικων πλοίων. Οι Τούρκοι με τους λιγοστούς Έλληνες -όλοι 4.000- είχαν περιοριστεί στο επάνω οχυρωμένο τμήμα του Κάστρου. Ύστερα από πολιορκία και αφάνταστες στερήσεις αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδοθούν την 23.7.1821. Οι Τούρκοι κατά την παραμονή τους, παρά τη γενική αμάθεια, είχαν κάποια διαίσθηση και υποσυνείδητη αντίληψη του καλού, θαύμαζαν τη Μονεμβασία και την έλεγαν “Μενεξέ-Καλεσί” δηλ. φρούριο των μενεξέδων. Από κει βγήκε το δημοτικό τραγούδι “λαλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Λαμίας και, παλαμίδι τ’ Αναπλιού”. Μεγάλη σημασία έχουν σήμερα τα ιστορικά μνημεία που είναι σκόρπια εδώ κι εκεί. Ύστερα από ένα ανηφορικό δρομάκι, βρισκόμαστε στην επάνω πόλη. Περνάμε πύλες και στοές. Σωριασμένα πολλά χαλάσματα. Στρατώνες, αποθήκες, δεξαμενές, ανάκτορα, προμαχώνες, σπίτια. Δείγμα του τότε πολεοδομικού σχεδίου. Σε λίγο χώρο, πολλά κτίσματα. Αυτό ισχύει και για την κάτω πόλη. Αριστερά μας τα λείψανα του κολοσσιαίου μεγάρου του Βενετού Ρενιέρη (1511) με το οικόσημό του, λίγο πιο πάνω από την τάπια. Το αγνάτιο και παρατηρητήριο των εχθρικών κινήσεων. Στην κορυφή του κάστρου, σε οκταγωνικό σχέδιο, η Αγιά Σοφιά. Μοιάζει με τη μονή του Δαφνιού στην αρχιτεκτονική, και τον τρούλο. Πολλές φορές είχε μετατραπεί σε τζαμί, όπως όλες οι εκκλησίες. (1540-1715). Από το μέρος αυτό η παρατήρηση είναι εντυπωσιακή. Με ορατότητα, πρωινό, μπορούμε ν’ αγναντέψουμε τις κορυφογραμμές της Κρήτης. Κατεβαίνουμε ύστερα από το θέαμα αυτό προς την κάτω πόλη. Παντού καλοφτιαγμένα τείχη, δρομάκια πλακόστρωτα και εκκλησίες. Στο κέντρο, στην κάτω τάπια, δίπλα στο γερασμένο κανονάκι και στο παλιό τζαμί, σήμερα πρόχειρο μουσείο, βρίσκεται ο Ελκόμενος, η μεγαλύτερη μητροπολιτική εκκλησία του 12ου αιώνα. Επισκευάσθηκε και ανακαινίσθηκε τον 17ο αιώνα κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία (1687-1715). Ονομάζεται έτσι από την εικόνα του Χριστού (ελκομένου επί του σταυρού) που αφαιρέθηκε από τον Ισαάκιο Άγγελο και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σώζεται σήμερα αντίγραφο και είναι Επτανησιακής Βυζαντινής και Κρητικής τεχνοτροπίας. Παρατηρούμε στο Παλλάδιο της Μονεμβασιάς τις εικόνες του Προδρόμου, της Παρθένου Μαρίας, χρονολογούμενες την ίδια εποχή με αγιογράφηση Πελοποννησίων και Επτανησίων. Αριστερά και δεξιά, καθώς μπαίνουμε, οι αυτοκρατορικοί θρόνοι του Ανδρόνικου. Πιο κάτω, δίπλα στον ξενώνα, η Παναγία η Χρυσαφίτισσα του 17ου αιώνα. Εδώ βρισκόταν πριν από το 1150 η Παναγία η οδηγήτρια. Η σεπτή εικόνα της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας -κατά την παράδοση – ήλθε από τη Χρύσαφα του Πάρνωνα κατά τρόπο θαυμαστό. Η Παναγία η Οδηγήτρια έκανε το θαύμα της με την θεραπεία της μοναχής Μάρθας. Από το εσωτερικό φρεάτιο αναβλύζει νερό που θεωρείται ιαματικό. Στο άκρο έξω από τα τείχη, δίπλα στο βράχο, ο φάρος σε καλεί για απομόνωση. Εδώ η άκρα Μίνωα. Άλλες ενδιαφέρουσες εκκλησίες όπως ο άγιος Νικόλαος 1700, άγιος Στέφανος 1800, η Παναγία η Κρητικιά του 1700 και η Αγία Άννα, συνθέτουν μια εντυπωσιακή εικόνα στην αγκαλιά του βράχου για μελέτη και στοχασμό. Όταν έχουμε πίστωση χρόνου, μπορούμε να κάνουμε μερικούς περιπάτους όπως: Στα ερείπια της Επιδαύρου Λιμηράς. Στην όμορφη παραλία (Πορί) με την περίφημη πλαζ, και στη Χρανάπα με τα πρώιμα και νόστιμα φρούτα και κηπευτικά. Εδώ ήλθαν οι κάτοικοι της αρχαίας Επιδαύρου Αργολίδας, ύστερα από θεϊκά σημάδια που είδαν καθώς έπλεαν για την Κω. Έκτισαν το ναό του Ασκληπιού και αργότερα την πόλη. Έγινε αποικία της Αργολικής Επιδαύρου με αξιόλογο εμπορικό σταθμό. Κοντά υπήρχε μια μικρή λίμνη, της Ινούς. Είχε τείχος, Ακρόπολη, τους ναούς της Αφροδίτης, της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος και του Ασκληπιού. Από δω επικοινωνούσαν οι Βοίες. Υπάρχουν σήμερα τα ερείπια της πόλης με τους ναούς της Αφροδίτης και της Αθηνάς.
Είναι η νοτιότερη πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας και σχετικά νέα σε ηλικία. Άρχισε να κτίζεται το 1837 από τον Bαυαρό αρχιτέκτονα Mπίρμπαχ που σχεδίασε το ρυμοτομικό της Σπάρτης και της Kαρύστου. Ως θέση επιλέχθηκε αυτή της αρχαίας πόλεως των Bοιών και γι’ αυτό το λόγο η Νεάπολη λέγεται και Bάτικα. Έχει πληθυσμό 2.727 κάτοικους. Στην Νεάπολη περιλαμβάνεται και ο οικισμός Παραδείσι με 24 μόνιμους κατοίκους. Η Νεάπολη είναι χτισμένη πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης Βοιές. Τη μεγαλύτερη ακμή τους τη γνώρισαν τη ρωμαϊκή εποχή ως μία από τις πόλεις του ‘Κοινού των Ελευθερολακώνων’. Καταστράφηκαν όμως ολοσχερώς το 375 μ. Χ από τρομακτικό σεισμό και τμήμα της πόλης βυθίστηκε στη θάλασσα. Το 1840 συγχωνεύτηκαν οι δύο δήμοι του Μαλέου και των Βοιών με πρωτεύουσα την Πεζούλα που ονομάστηκε ‘Βοιές’. Οι νέες συνθήκες ζωής, έκαναν πολλούς από τους κατοίκους των ορεινών χωριών να κατέβουν να κατοικήσουν στο Δήμο Βοιών. Το 1845 ο οικισμός ονομάστηκε Νεάπολη (νέα πόλη), πρωτεύουσα του ενιαίου Δήμου Βοιών. Η Νεάπολη σήμερα αποτελεί οικονομικό και εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής και έδρα της Δημοτικής Ενότητας Βοιών του Δήμου Μονεμβασιάς. Το ορειχάλκινο άγαλμα του Βατικιώτη Θαλασσινού στην αρχή του μόλου τείνει να αποτελέσει το σύμβολο της πόλης.
17 recommandé par les habitants
Neapoli Voion
17 recommandé par les habitants
Είναι η νοτιότερη πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας και σχετικά νέα σε ηλικία. Άρχισε να κτίζεται το 1837 από τον Bαυαρό αρχιτέκτονα Mπίρμπαχ που σχεδίασε το ρυμοτομικό της Σπάρτης και της Kαρύστου. Ως θέση επιλέχθηκε αυτή της αρχαίας πόλεως των Bοιών και γι’ αυτό το λόγο η Νεάπολη λέγεται και Bάτικα. Έχει πληθυσμό 2.727 κάτοικους. Στην Νεάπολη περιλαμβάνεται και ο οικισμός Παραδείσι με 24 μόνιμους κατοίκους. Η Νεάπολη είναι χτισμένη πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης Βοιές. Τη μεγαλύτερη ακμή τους τη γνώρισαν τη ρωμαϊκή εποχή ως μία από τις πόλεις του ‘Κοινού των Ελευθερολακώνων’. Καταστράφηκαν όμως ολοσχερώς το 375 μ. Χ από τρομακτικό σεισμό και τμήμα της πόλης βυθίστηκε στη θάλασσα. Το 1840 συγχωνεύτηκαν οι δύο δήμοι του Μαλέου και των Βοιών με πρωτεύουσα την Πεζούλα που ονομάστηκε ‘Βοιές’. Οι νέες συνθήκες ζωής, έκαναν πολλούς από τους κατοίκους των ορεινών χωριών να κατέβουν να κατοικήσουν στο Δήμο Βοιών. Το 1845 ο οικισμός ονομάστηκε Νεάπολη (νέα πόλη), πρωτεύουσα του ενιαίου Δήμου Βοιών. Η Νεάπολη σήμερα αποτελεί οικονομικό και εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής και έδρα της Δημοτικής Ενότητας Βοιών του Δήμου Μονεμβασιάς. Το ορειχάλκινο άγαλμα του Βατικιώτη Θαλασσινού στην αρχή του μόλου τείνει να αποτελέσει το σύμβολο της πόλης.
Το χωριό Νόμια είναι ένας μεσαιωνικός οικισμός της ευρύτερης περιοχής της Μονεμβασίας. Ο σημερινός οικισμός του Ξιφιά παλαιότερα αποτελούσε την «Ξιφούπολη», πόλη των ελληνιστικών χρόνων. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η αρχαία Ηδύπολις. Το λιμάνι του Ξηφιά λειτουργούσε ιδιαίτερα κατά τους βυζαντινούς χρόνους σε συνδυασμό με τα λιμάνια της Παλιάς Μονεμβάσιας και του Άγιου Φωκά, για την εξυπηρέτηση της εμπορικής δραστηριότητας της εποχής εκείνης. Τα Νόμια διαθέτουν πλατεία, εκκλησία, κινηματογραφική λέσχη και πολλά παλιά κτίσματα σε άριστη κατάσταση. Στα Νόμια επίσης εκτείνεται εύφορη κοιλάδα, ρέμα με καταρράκτη και σώζονται και νερόμυλοι. Η Αγία Παρασκευή βρίσκεται επάνω στον παραλιακό δρόμο και διαθέτει εκκλησία, εστιατόρια, ενοικιαζόμενα δωμάτια καθώς επίσης και ένα ρέμα με αξιόλογα στοιχεία φυσικού περιβάλλοντος. Στην περιοχή Τροχάλια, λίγο πιο έξω από τα Νόμια, θα βρείτε τυποποιητήριο λαδιού. Στον Ξιφιά υπάρχει άριστη ξενοδοχειακή υποδομή, εκκλησίες, ταβέρνες και μία μικρή αμμώδης και συνάμα βραχώδης παραλία. Στην περιοχή του Άγιου Στέφανου σώζονται ορισμένα πυργόσπιτα και ο «Χατζηαγάς», πύργος από την τουρκοκρατία. Στον Άγιο Φωκά υπάρχει παλιά βιοτεχνία μακαρονοποιίας και λατομείο πωρόλιθου. Επίσης υπάρχει κοντινή νησίδα που στο τέρμα της στέκεται το γραφικό εκκλησάκι του Άγιου Φωκά και αποτελεί τοπόσημο της περιοχής.
Nomia
Το χωριό Νόμια είναι ένας μεσαιωνικός οικισμός της ευρύτερης περιοχής της Μονεμβασίας. Ο σημερινός οικισμός του Ξιφιά παλαιότερα αποτελούσε την «Ξιφούπολη», πόλη των ελληνιστικών χρόνων. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η αρχαία Ηδύπολις. Το λιμάνι του Ξηφιά λειτουργούσε ιδιαίτερα κατά τους βυζαντινούς χρόνους σε συνδυασμό με τα λιμάνια της Παλιάς Μονεμβάσιας και του Άγιου Φωκά, για την εξυπηρέτηση της εμπορικής δραστηριότητας της εποχής εκείνης. Τα Νόμια διαθέτουν πλατεία, εκκλησία, κινηματογραφική λέσχη και πολλά παλιά κτίσματα σε άριστη κατάσταση. Στα Νόμια επίσης εκτείνεται εύφορη κοιλάδα, ρέμα με καταρράκτη και σώζονται και νερόμυλοι. Η Αγία Παρασκευή βρίσκεται επάνω στον παραλιακό δρόμο και διαθέτει εκκλησία, εστιατόρια, ενοικιαζόμενα δωμάτια καθώς επίσης και ένα ρέμα με αξιόλογα στοιχεία φυσικού περιβάλλοντος. Στην περιοχή Τροχάλια, λίγο πιο έξω από τα Νόμια, θα βρείτε τυποποιητήριο λαδιού. Στον Ξιφιά υπάρχει άριστη ξενοδοχειακή υποδομή, εκκλησίες, ταβέρνες και μία μικρή αμμώδης και συνάμα βραχώδης παραλία. Στην περιοχή του Άγιου Στέφανου σώζονται ορισμένα πυργόσπιτα και ο «Χατζηαγάς», πύργος από την τουρκοκρατία. Στον Άγιο Φωκά υπάρχει παλιά βιοτεχνία μακαρονοποιίας και λατομείο πωρόλιθου. Επίσης υπάρχει κοντινή νησίδα που στο τέρμα της στέκεται το γραφικό εκκλησάκι του Άγιου Φωκά και αποτελεί τοπόσημο της περιοχής.
Ο οικισμός Πάκια βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Κουρκούλα και έχει κτιστεί με ανατολικό προσανατολισμό και θέα προς τον κάμπο των Μολάων. Κατοικείται περίπου από 380 κατοίκους και τα γεωγραφικά όρια του, επεκτείνονται σε μεγάλη έκταση νότια του οικισμού προς τη θάλασσα περιλαμβάνοντας τις παραλίες Μακρυγιαλός και Σκύλα, Στα ανατολικά του έχει το τοπικό διαμέρισμα του Δήμου μας, την Ελιά ενώ στα δυτικά συνορεύει με το τοπικό διαμέρισμα της Γλυκόβρυσης του Δήμου Έλους. Χωροταξικά εντάσσεται στην πόλη των Μολάων αφού έχουν κοινά όρια και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που δεν υπάρχει χωριστή αναφορά σ’αυτόν από το 1500 οπότε πρωτοαναφέρεται η πόλη των Μολάων. Ιστορικό Ο οικισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο επί τουρκοκρατίας οπότε κατοικείτο σχεδόν αποκλειστικά από Τούρκους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο χωριό μετά τα Ορλωφικά και ανάγκασαν τους Έλληνες κατοίκους να το εγκαταλείψουν. Μετά την επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να φύγουν. Τότε εγκαταστάθηκαν στα Πάκια Μανιάτες οι οποίοι θέλησαν να κάνουν τον οικισμό κέντρο μαζί με το Φοινίκι, με σκοπό να καταλάβουν το Κάστρο της Μονεμβασιάς το οποίο εξουσίαζαν τα κυβερνητικά στρατεύματα. Μετά τους Μανιάτες κατοίκησαν το χωριό και πρόσφυγες από την Κρήτη και άλλα μέρη της Ελλάδας. Αρχιτεκτονική κληρονομιά Ο οικισμός είναι αξιόλογος από κτιριολογική άποψη με ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία και μεγάλη επιρροή από την τουρκική αρχιτεκτονική. Κύριο χαρακτηριστικό είναι τα καλά κτισμένα πέτρινα σπίτια, πολλά από αυτά βρίσκονται σήμερα ερειπωμένα στην αρχική τους κατάσταση χωρίς να έχουν υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Ανάμεσα στα κτίσματα σώζονται κάποια από τα έξι ελαιοτριβεία που υπήρχαν στον οικισμό καθώς και πολλά από τα 12 με 13 αλώνια. Σώζονται, επίσης, αρκετές ακόμη αψιδωτές πύλες (αυλόπορτες), στέρνες λαξευτές στο βράχο με ένα ιδιαίτερο σχήμα οι οποίες μάζευαν βρόχινο νερό από τις στέγες μέσω των επίσης χαρακτηριστικών υδρορροών, καθώς και πολλοί φούρνοι ιδιαίτερης μορφολογίας. Ακόμα σώζονται δύο γούρνες λαξευτές από κροκεάτη λίθο (πέτρωμα που χρησιμοποιούσαν από την βυζαντινή εποχή), μία στην βρύση – πλυσταριά στο άνω μέρος του οικισμού και μία στην “Βρυσούλα” έξω από το χωριό. Αρκετοί είναι οι ναοί που υπάρχουν στα Πάκια από τον 12ο-13ο αιώνα όπως η Παναγίτσα, η Αγ.Βαρβάρα και ο Αγ.Νικόλαος στον οποίο υπάρχουν τοιχογραφίες με απεικόνιση παγκόσμιας μοναδικότητας. Τους ναούς συμπηρώνουν τα εξωκλήσια των Αγ.Αθανασίου, Αγ.Ευστρατίου και προφήτη Ηλία.
Pakia
Ο οικισμός Πάκια βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Κουρκούλα και έχει κτιστεί με ανατολικό προσανατολισμό και θέα προς τον κάμπο των Μολάων. Κατοικείται περίπου από 380 κατοίκους και τα γεωγραφικά όρια του, επεκτείνονται σε μεγάλη έκταση νότια του οικισμού προς τη θάλασσα περιλαμβάνοντας τις παραλίες Μακρυγιαλός και Σκύλα, Στα ανατολικά του έχει το τοπικό διαμέρισμα του Δήμου μας, την Ελιά ενώ στα δυτικά συνορεύει με το τοπικό διαμέρισμα της Γλυκόβρυσης του Δήμου Έλους. Χωροταξικά εντάσσεται στην πόλη των Μολάων αφού έχουν κοινά όρια και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που δεν υπάρχει χωριστή αναφορά σ’αυτόν από το 1500 οπότε πρωτοαναφέρεται η πόλη των Μολάων. Ιστορικό Ο οικισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο επί τουρκοκρατίας οπότε κατοικείτο σχεδόν αποκλειστικά από Τούρκους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο χωριό μετά τα Ορλωφικά και ανάγκασαν τους Έλληνες κατοίκους να το εγκαταλείψουν. Μετά την επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να φύγουν. Τότε εγκαταστάθηκαν στα Πάκια Μανιάτες οι οποίοι θέλησαν να κάνουν τον οικισμό κέντρο μαζί με το Φοινίκι, με σκοπό να καταλάβουν το Κάστρο της Μονεμβασιάς το οποίο εξουσίαζαν τα κυβερνητικά στρατεύματα. Μετά τους Μανιάτες κατοίκησαν το χωριό και πρόσφυγες από την Κρήτη και άλλα μέρη της Ελλάδας. Αρχιτεκτονική κληρονομιά Ο οικισμός είναι αξιόλογος από κτιριολογική άποψη με ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία και μεγάλη επιρροή από την τουρκική αρχιτεκτονική. Κύριο χαρακτηριστικό είναι τα καλά κτισμένα πέτρινα σπίτια, πολλά από αυτά βρίσκονται σήμερα ερειπωμένα στην αρχική τους κατάσταση χωρίς να έχουν υποστεί μεταγενέστερες μεταβολές. Ανάμεσα στα κτίσματα σώζονται κάποια από τα έξι ελαιοτριβεία που υπήρχαν στον οικισμό καθώς και πολλά από τα 12 με 13 αλώνια. Σώζονται, επίσης, αρκετές ακόμη αψιδωτές πύλες (αυλόπορτες), στέρνες λαξευτές στο βράχο με ένα ιδιαίτερο σχήμα οι οποίες μάζευαν βρόχινο νερό από τις στέγες μέσω των επίσης χαρακτηριστικών υδρορροών, καθώς και πολλοί φούρνοι ιδιαίτερης μορφολογίας. Ακόμα σώζονται δύο γούρνες λαξευτές από κροκεάτη λίθο (πέτρωμα που χρησιμοποιούσαν από την βυζαντινή εποχή), μία στην βρύση – πλυσταριά στο άνω μέρος του οικισμού και μία στην “Βρυσούλα” έξω από το χωριό. Αρκετοί είναι οι ναοί που υπάρχουν στα Πάκια από τον 12ο-13ο αιώνα όπως η Παναγίτσα, η Αγ.Βαρβάρα και ο Αγ.Νικόλαος στον οποίο υπάρχουν τοιχογραφίες με απεικόνιση παγκόσμιας μοναδικότητας. Τους ναούς συμπηρώνουν τα εξωκλήσια των Αγ.Αθανασίου, Αγ.Ευστρατίου και προφήτη Ηλία.
Η Παντάνασσα είναι κτισμένη αμφιθεατρικά επάνω στην Εθνική οδό Μολάων – Νεάπολης με μόνιμο πληθυσμό περίπου 300 κάτοικους. Στο γραφικό αυτό χωριό υπάρχει μια έκπληξη: ο καλοδιατηρημένος και πανέμορφος ναός της Παναγίας “Παντάνασσας” που κτίσθηκε από την Ειρήνη, κόρη του βασιλιά Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το 1300 μ.Χ., την ίδια εποχή με την Αγία Σοφία στην Μονεμβασία. Ο βυζαντινός ναός είναι αφιερωμένος σήμερα στον Άγιο Αθανάσιο. Ο Αρχιτέκτονας Ορλάνδος εκτιμά ότι κτίστηκε κατά τα τέλη του 12ου αιώνα. Είναι πεντάτρουλος σταυροειδής ναός, βυζαντινού τύπου Πολύ όμορφος και γραφικός είναι ο οικισμός της Κρυόβρυσης (Γερμάνας).
Pantanassa
Η Παντάνασσα είναι κτισμένη αμφιθεατρικά επάνω στην Εθνική οδό Μολάων – Νεάπολης με μόνιμο πληθυσμό περίπου 300 κάτοικους. Στο γραφικό αυτό χωριό υπάρχει μια έκπληξη: ο καλοδιατηρημένος και πανέμορφος ναός της Παναγίας “Παντάνασσας” που κτίσθηκε από την Ειρήνη, κόρη του βασιλιά Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το 1300 μ.Χ., την ίδια εποχή με την Αγία Σοφία στην Μονεμβασία. Ο βυζαντινός ναός είναι αφιερωμένος σήμερα στον Άγιο Αθανάσιο. Ο Αρχιτέκτονας Ορλάνδος εκτιμά ότι κτίστηκε κατά τα τέλη του 12ου αιώνα. Είναι πεντάτρουλος σταυροειδής ναός, βυζαντινού τύπου Πολύ όμορφος και γραφικός είναι ο οικισμός της Κρυόβρυσης (Γερμάνας).
ο χωριό ιδρύθηκε το 1821 από κατοίκους που έφτασαν στην περιοχή από την Κρήτη και πήρε το όνομά του από την πολυπληθέστερη οικογένεια Παπαδάκη. Το 1840 ιδρύθηκαν 5 Δήμοι που απάρτιζαν την Επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Μέσα σε αυτούς και ο Δήμος Ασωπού, στον οποίο υπάγονταν οι Κοινότητες: Παπαδιανίκων, Κοντεβιανίκων (Ασωπού), Φοινικίου, Συκέας, Αγγελώνας, Καταβόθρας, Μολάων, Πακίων και Ελαίας. Το 1996 μετά από εθελούσια συνένωση των πρώην κοινοτήτων του Ασωπού, των Παπαδιανίκων και του Φοινικίου δημιουργήθηκε ο Δήμος Ασωπού. Το 1997 προσαρτήθηκε σ΄ αυτόν και η κοινότητα της Δαιμονιάς. Τα Παπαδιάνικα σήμερα είναι το μεγαλύτερο σε πληθυσμό Τοπικό Διαμέρισμα και έδρα του Δήμου Ασωπού με πληθυσμό 1.932 κατοίκους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι αγρότες. Στα Παπαδιάνικα λειτουργεί Παιδικός Σταθμος, Νηπιαγωγείο, Γυμνάσιο και εξαθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Το τελευταίο στεγάζεται σε παραδοσιακό πετρόκτιστο κτίριο, σύμφωνο με την αρχιτεκτονική της περιοχής και κτίστηκε το 1956. Επίσης, τα Παπαδιάνικα είναι έδρα του Νομικού Προσώπου της Δημοτικής Φιλαρμονικής και του Πολιτιστικού Συλλόγου Παπαδιανίκων-Πλύτρας, «Η Αρχαία Κυπαρισσία». Στο Τοπικό Διαμέρισμα Παπαδιανίκων ανήκει ο αρχαιολογικός χώρος του λόφου του Παλαιοκάστρου. Ο λόφος εμφανίζει ιστορική και αρχαιολογική συνέχεια από του προϊστορικούς έως του βυζαντινούς χρόνους. Η θέση του μάλιστα, πιθανόν να ταυτίζεται με το βυζαντινό κάστρο και οικισμό του Ασωπού, που υπαγόταν, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, στο Δεσποτάτο του Μορέως, και μετά το 1463 περιήλθε διαδοχικά στην κυριαρχία των Βενετών και των Τούρκων. Στην κορυφή του λόγου διαμορφώνεται πλάτωμα όπου σώζονται βυζαντινά ερείπια. Η θέα είναι μοναδική. Μπορεί κανείς να διακρίνει: τη Γλυφάδα, το Μποζά, τον Ασωπό, το Ξυλί, το Καραβοστάσι, την Πλύτρα, τα Παπαδιάνικα, την Χαρακιά, την παραλία Δαιμονιάς (Πηλά), τον Αρχάγγελο, το Γύθειο, τα Κύθηρα και γενικά όλο το Λακωνικό Κόλπο. Ξεναγήσεις στον αρχαιολογικό χώρο του Παλαιοκάστρου πραγματοποιούνται καθ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου από τον αρχαιολόγου του Δήμου.
Papadianika
ο χωριό ιδρύθηκε το 1821 από κατοίκους που έφτασαν στην περιοχή από την Κρήτη και πήρε το όνομά του από την πολυπληθέστερη οικογένεια Παπαδάκη. Το 1840 ιδρύθηκαν 5 Δήμοι που απάρτιζαν την Επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Μέσα σε αυτούς και ο Δήμος Ασωπού, στον οποίο υπάγονταν οι Κοινότητες: Παπαδιανίκων, Κοντεβιανίκων (Ασωπού), Φοινικίου, Συκέας, Αγγελώνας, Καταβόθρας, Μολάων, Πακίων και Ελαίας. Το 1996 μετά από εθελούσια συνένωση των πρώην κοινοτήτων του Ασωπού, των Παπαδιανίκων και του Φοινικίου δημιουργήθηκε ο Δήμος Ασωπού. Το 1997 προσαρτήθηκε σ΄ αυτόν και η κοινότητα της Δαιμονιάς. Τα Παπαδιάνικα σήμερα είναι το μεγαλύτερο σε πληθυσμό Τοπικό Διαμέρισμα και έδρα του Δήμου Ασωπού με πληθυσμό 1.932 κατοίκους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι αγρότες. Στα Παπαδιάνικα λειτουργεί Παιδικός Σταθμος, Νηπιαγωγείο, Γυμνάσιο και εξαθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Το τελευταίο στεγάζεται σε παραδοσιακό πετρόκτιστο κτίριο, σύμφωνο με την αρχιτεκτονική της περιοχής και κτίστηκε το 1956. Επίσης, τα Παπαδιάνικα είναι έδρα του Νομικού Προσώπου της Δημοτικής Φιλαρμονικής και του Πολιτιστικού Συλλόγου Παπαδιανίκων-Πλύτρας, «Η Αρχαία Κυπαρισσία». Στο Τοπικό Διαμέρισμα Παπαδιανίκων ανήκει ο αρχαιολογικός χώρος του λόφου του Παλαιοκάστρου. Ο λόφος εμφανίζει ιστορική και αρχαιολογική συνέχεια από του προϊστορικούς έως του βυζαντινούς χρόνους. Η θέση του μάλιστα, πιθανόν να ταυτίζεται με το βυζαντινό κάστρο και οικισμό του Ασωπού, που υπαγόταν, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, στο Δεσποτάτο του Μορέως, και μετά το 1463 περιήλθε διαδοχικά στην κυριαρχία των Βενετών και των Τούρκων. Στην κορυφή του λόγου διαμορφώνεται πλάτωμα όπου σώζονται βυζαντινά ερείπια. Η θέα είναι μοναδική. Μπορεί κανείς να διακρίνει: τη Γλυφάδα, το Μποζά, τον Ασωπό, το Ξυλί, το Καραβοστάσι, την Πλύτρα, τα Παπαδιάνικα, την Χαρακιά, την παραλία Δαιμονιάς (Πηλά), τον Αρχάγγελο, το Γύθειο, τα Κύθηρα και γενικά όλο το Λακωνικό Κόλπο. Ξεναγήσεις στον αρχαιολογικό χώρο του Παλαιοκάστρου πραγματοποιούνται καθ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου από τον αρχαιολόγου του Δήμου.
Ερείπια οικισμών συναντάμε στη «Ράχη Αμύνης», στο «Μπαλογκαίρι» και στο «Βούρβουρο». Κοντά στη Ρειχιά βρίσκεται το «Καστράκι του Αγίου Δημητρίου» με την ξεχωριστή του εκκλησία χτισμένη αιώνες πριν. Μέχρι το 1925 στις θέσεις «Πούλος» και «Μονοδέντρι» οι κάτοικοι άλεθαν σιτάρι σε ανεμόμυλους. Μετά το 1925 (περίπου) καταργήθηκαν οι ανεμόμυλοι και άλεθαν σε μύλους, που τα λιθάρια τους τα γύριζαν μηχανές. Η αμοιβή του μυλωνά ήταν το λεγόμενο «αλεστικό», δηλ. μια μικρή ποσότητα από το αλεύρι. Μια μικρή άποψη για τους πλέον πια ερειπωμένους ανεμόμυλους μπορεί να έχει κανείς κατεβαίνοντας από την πλαγιά της Κουλοχέρας. Αξιοσημείωτο είναι να αναφέρουμε την κεντρική εκκλησία του χωριού τη «Ζωοδόχος Πηγή», χτισμένη το 1852 μαζί με το γεφύρι που περνάει πάνω από το ρέμα που καταλήγει στο «Μπαλογκαίρι». Λαμπρό κόσμημα και τιμή για όλο το Ζάρακα είναι το πολιτιστικό δημιούργημα του χωριού : Το Λαογραφικό Μουσείο της Ρειχιάς.
Richea
Ερείπια οικισμών συναντάμε στη «Ράχη Αμύνης», στο «Μπαλογκαίρι» και στο «Βούρβουρο». Κοντά στη Ρειχιά βρίσκεται το «Καστράκι του Αγίου Δημητρίου» με την ξεχωριστή του εκκλησία χτισμένη αιώνες πριν. Μέχρι το 1925 στις θέσεις «Πούλος» και «Μονοδέντρι» οι κάτοικοι άλεθαν σιτάρι σε ανεμόμυλους. Μετά το 1925 (περίπου) καταργήθηκαν οι ανεμόμυλοι και άλεθαν σε μύλους, που τα λιθάρια τους τα γύριζαν μηχανές. Η αμοιβή του μυλωνά ήταν το λεγόμενο «αλεστικό», δηλ. μια μικρή ποσότητα από το αλεύρι. Μια μικρή άποψη για τους πλέον πια ερειπωμένους ανεμόμυλους μπορεί να έχει κανείς κατεβαίνοντας από την πλαγιά της Κουλοχέρας. Αξιοσημείωτο είναι να αναφέρουμε την κεντρική εκκλησία του χωριού τη «Ζωοδόχος Πηγή», χτισμένη το 1852 μαζί με το γεφύρι που περνάει πάνω από το ρέμα που καταλήγει στο «Μπαλογκαίρι». Λαμπρό κόσμημα και τιμή για όλο το Ζάρακα είναι το πολιτιστικό δημιούργημα του χωριού : Το Λαογραφικό Μουσείο της Ρειχιάς.
Η σημερινή Συκέα αποτελεί πόλο έλξης δυο τουλάχιστον χρονικές στιγμές κάθε χρόνο. Την πρώτη στις 8 & 9 Νοεμβρίου που πανηγυρίζει το Ιερό προσκύνημα του Αγίου Νεκταρίου (ο οποίος είναι ο πρώτος Ναός που κτίστηκε στην Ελλάδα). Η θρησκευτική αυτή γιορτή αποτελούσε και αποτελεί μέγα γεγονός, προσελκύωντας ακόμη και στις μέρες μας, πλήθος προσκυνητών που συρρέουν με τάματα να τιμήσουν τον Άγιο Νεκτάριο και να ευλογηθούν καθώς εκεί φυλάσσεται και λείψανό του. Ο Άγιος Νεκτάριος έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά κάθε Συκιώτη. Η δεύτερη αφορμή για γιορτή αλλά και διασκέδαση σε αυτή την περίπτωση, έρχεται για τη Συκέα το τελευταίο Σαββατοκύριακο κάθε Ιουλίου, όπου οι σύλλογοι διοργανώνουν χρόνια τώρα με μεγάλη επιτυχία την “Γιορτή Κρασιού της Συκιάς”. Και σ’ αυτή την περίπτωση το Δημοτικό Διαμέρισμα αποτελεί προορισμό για πολλούς επισκέπτες που βρίσκουν αφορμή την φροντισμένη γιορτή, το καλό Συκιώτικο κρασί που προσφέρεται άφθονο και δωρεάν, αλλά και τους ζεστούς μεζέδες με τη συνοδεία πάντα καλής μουσικής κατάλληλης για την περίσταση. Βέβαια δεν λείπουν και άλλες γιορτές που ζωντανεύουν με αφορμή κυρίως πανηγυρίζοντες ναούς όπως του Αγίου Γεωργίου στο “Ζευγολατιό”. Οι πολεμότρυπες στον περίβολο του ναού, ο μοναδικός σε ομορφιά υδροβιότοπος της όμορφης λίμνης και το κλασικό μαγκανοπήγαδο χαρακτηρίζουν την περιοχή καταμεσής του έφορου κάμπου. Κεντρικός ναός της Συκέας είναι αυτός του Αγίου Δημητρίου στη μέση σχεδόν του οικισμού με ηλικία 120 ετών περίπου. Έχει υποστεί ριζική ανακαίνιση και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Ιστορία Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πίσω πρέπει να πάμε για να συναντήσουμε τον πρώτο βεβαιωμένο Μυκηναϊκό οικισμό στην περιοχή. Χαρακτηριστικοί οι θολωτοί Μυκηναϊκοί τάφοι στην παρακείμενη πλαγιά του σημερινού κοιμητηρίου. Ευρήματά τους φιλοξενούνται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης. Η παράδοση αναφέρει ότι η σημερινή Συκέα ονομάζονταν “Επταπύργιο” με αφορμή Ενετικούς πύργους που υπήρχαν, επτά τον αριθμό από τους οποίους σώζονται σήμερα οι τρεις. Με πηγή την παράδοση μαθαίνουμε ότι ο γιός του μπέη της Μονεμβασίας απαγχονίστηκε σε μια ελιά στην πλατεία της Συκέας. Με αυτόν τον τρόπο οι κάτοικοι πήραν εκδίκηση για τις βαρβαρότητες που διέπραξε ο Αλήμπεης και οι ορδές του στην περιοχή του Ζάρακα. Τον ρόλο τους έπαιξαν οι Συκιώτες και στην άλωση της Μονεμβασίας. Στις αρχές του αιώνα μας αρχίζει η μεγάλη μετανάστευση που ολοκληρώνεται μετά τον πόλεμο. Εκατοντάδες φεύγουν με προορισμό την Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία. Το κύμα είναι τόσο μεγάλο που υπολογίζεται ότι πολλαπλάσιος αριθμός των σημερινών κατοίκων του χωριού βρίσκεται μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε.
Συκέας
Συκέας
Η σημερινή Συκέα αποτελεί πόλο έλξης δυο τουλάχιστον χρονικές στιγμές κάθε χρόνο. Την πρώτη στις 8 & 9 Νοεμβρίου που πανηγυρίζει το Ιερό προσκύνημα του Αγίου Νεκταρίου (ο οποίος είναι ο πρώτος Ναός που κτίστηκε στην Ελλάδα). Η θρησκευτική αυτή γιορτή αποτελούσε και αποτελεί μέγα γεγονός, προσελκύωντας ακόμη και στις μέρες μας, πλήθος προσκυνητών που συρρέουν με τάματα να τιμήσουν τον Άγιο Νεκτάριο και να ευλογηθούν καθώς εκεί φυλάσσεται και λείψανό του. Ο Άγιος Νεκτάριος έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά κάθε Συκιώτη. Η δεύτερη αφορμή για γιορτή αλλά και διασκέδαση σε αυτή την περίπτωση, έρχεται για τη Συκέα το τελευταίο Σαββατοκύριακο κάθε Ιουλίου, όπου οι σύλλογοι διοργανώνουν χρόνια τώρα με μεγάλη επιτυχία την “Γιορτή Κρασιού της Συκιάς”. Και σ’ αυτή την περίπτωση το Δημοτικό Διαμέρισμα αποτελεί προορισμό για πολλούς επισκέπτες που βρίσκουν αφορμή την φροντισμένη γιορτή, το καλό Συκιώτικο κρασί που προσφέρεται άφθονο και δωρεάν, αλλά και τους ζεστούς μεζέδες με τη συνοδεία πάντα καλής μουσικής κατάλληλης για την περίσταση. Βέβαια δεν λείπουν και άλλες γιορτές που ζωντανεύουν με αφορμή κυρίως πανηγυρίζοντες ναούς όπως του Αγίου Γεωργίου στο “Ζευγολατιό”. Οι πολεμότρυπες στον περίβολο του ναού, ο μοναδικός σε ομορφιά υδροβιότοπος της όμορφης λίμνης και το κλασικό μαγκανοπήγαδο χαρακτηρίζουν την περιοχή καταμεσής του έφορου κάμπου. Κεντρικός ναός της Συκέας είναι αυτός του Αγίου Δημητρίου στη μέση σχεδόν του οικισμού με ηλικία 120 ετών περίπου. Έχει υποστεί ριζική ανακαίνιση και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Ιστορία Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πίσω πρέπει να πάμε για να συναντήσουμε τον πρώτο βεβαιωμένο Μυκηναϊκό οικισμό στην περιοχή. Χαρακτηριστικοί οι θολωτοί Μυκηναϊκοί τάφοι στην παρακείμενη πλαγιά του σημερινού κοιμητηρίου. Ευρήματά τους φιλοξενούνται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης. Η παράδοση αναφέρει ότι η σημερινή Συκέα ονομάζονταν “Επταπύργιο” με αφορμή Ενετικούς πύργους που υπήρχαν, επτά τον αριθμό από τους οποίους σώζονται σήμερα οι τρεις. Με πηγή την παράδοση μαθαίνουμε ότι ο γιός του μπέη της Μονεμβασίας απαγχονίστηκε σε μια ελιά στην πλατεία της Συκέας. Με αυτόν τον τρόπο οι κάτοικοι πήραν εκδίκηση για τις βαρβαρότητες που διέπραξε ο Αλήμπεης και οι ορδές του στην περιοχή του Ζάρακα. Τον ρόλο τους έπαιξαν οι Συκιώτες και στην άλωση της Μονεμβασίας. Στις αρχές του αιώνα μας αρχίζει η μεγάλη μετανάστευση που ολοκληρώνεται μετά τον πόλεμο. Εκατοντάδες φεύγουν με προορισμό την Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία. Το κύμα είναι τόσο μεγάλο που υπολογίζεται ότι πολλαπλάσιος αριθμός των σημερινών κατοίκων του χωριού βρίσκεται μακριά από τον τόπο που γεννήθηκε.
Η λέξη «Τάλαντο» αποτελούσε στην αρχαιότητα αντιστοιχία νομισματικής μονάδας και μονάδας βάρους. Έτσι η ονομασία αυτού του χωριού του Δήμου Μονεμβασίας, προέρχεται από την οικονομική ευρωστία των κατοίκων του η οποία με τη σειρά της προερχόταν από την ύπαρξη μύλων και άφθονου τρεχούμενου νερού στην περιοχή. Τα νερά αυτά διοχετεύονταν με κανάλια σε άλλες περιοχές και για αυτό το λόγο οι κάτοικοι εισέπρατταν χρήματα. Σήμερα, σε αυτό το γραφικό χωριουδάκι, σώζονται 11 νερόμυλοι εκ των οποίων ο ένας έχει αναστηλωθεί πλήρως και αποτελεί αξιόλογο χώρο επίσκεψης για την περιοχή. Το φυσικό περιβάλλον που περιβάλλει το νερόμυλο είναι ιδιαίτερου κάλλους. Ένα οφιοειδές μονοπάτι θα σας οδηγήσει σε βαθύσκιωτα πλατάνια, καρυδιές, βάτα, μυρτιές, τρεχούμενα νερά και πέτρες διαβρωμένες από τη συνεχή ροή των υδάτων.
Talanta
Η λέξη «Τάλαντο» αποτελούσε στην αρχαιότητα αντιστοιχία νομισματικής μονάδας και μονάδας βάρους. Έτσι η ονομασία αυτού του χωριού του Δήμου Μονεμβασίας, προέρχεται από την οικονομική ευρωστία των κατοίκων του η οποία με τη σειρά της προερχόταν από την ύπαρξη μύλων και άφθονου τρεχούμενου νερού στην περιοχή. Τα νερά αυτά διοχετεύονταν με κανάλια σε άλλες περιοχές και για αυτό το λόγο οι κάτοικοι εισέπρατταν χρήματα. Σήμερα, σε αυτό το γραφικό χωριουδάκι, σώζονται 11 νερόμυλοι εκ των οποίων ο ένας έχει αναστηλωθεί πλήρως και αποτελεί αξιόλογο χώρο επίσκεψης για την περιοχή. Το φυσικό περιβάλλον που περιβάλλει το νερόμυλο είναι ιδιαίτερου κάλλους. Ένα οφιοειδές μονοπάτι θα σας οδηγήσει σε βαθύσκιωτα πλατάνια, καρυδιές, βάτα, μυρτιές, τρεχούμενα νερά και πέτρες διαβρωμένες από τη συνεχή ροή των υδάτων.
Το φαρακλό έχει θέα προς τον κόλπο των Βατίκων. Το έχτισαν οι Ενετοί το 1479 ή 1483 και το ονόμασαν έτσι για να τιμήσουν τον αρχηγό τους, που ονομαζόταν Φαρακλός. Για την προστασία του χωριού έχτισαν το Κάστρο της Αγίας Παρασκευής. Το χωριό αναπτύχθηκε στους Μέσους Χρόνους. Στα 1700 μ.Χ. ήταν μια από τις μεγαλύτερες αστικές περιοχές της Πελοποννήσου, όπως φαίνεται από την απογραφή του Βενετού Φραντζέσκο Γκριμάνι. Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν ο σημαντικότερος οικισμός της περιοχής. Εκεί υπήρχαν οι τοπικές αρχές του κατακτητή και η ελληνική δημογεροντία. Από την βυζαντινή περίοδο, στην περιοχή του Φαρακλού υπάρχουν κτίσματα όπως ο Αγ. Στράτης, δίκοχο μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναΐδριο, μισοερειπωμένο με κατάλοιπα τοιχογραφιών, αξιόλογων παραστάσεων. Επίσης ο Άγιος Θεράπων ή Άγιος Θεράπης ή Σαράπης ή Παλαιοκκλησιά, ναός καμαροσκέπαστος χτισμένος με αργολιθοδομή. Ακόμη υπάρχει εκκλησάκι ερειπωμένο, ο Άγιος Νίκων, οπου στα χαμηλά του διακρίνονται ξεθωριασμένες μορφές αγίων. Μεταβυζαντινοί ναοί είναι: η Ευαγγελίστρια, η Μυρτιδιώτισσα, η Αγιά Σωτήρα, ο Άγιος Πέτρος, η Παντάνασσα, ο Άγιος Γεώργιος, η Παναγίτσα και άλλα σε ερειπώδη κατάσταση. Το Φαρακλό μετά την επανάσταση του 1821 ήταν η πρωτεύουσα του Δήμου Μαλέα, ενός από τους δύο Δήμους της περιοχής.
Faraklo, Laconia
Το φαρακλό έχει θέα προς τον κόλπο των Βατίκων. Το έχτισαν οι Ενετοί το 1479 ή 1483 και το ονόμασαν έτσι για να τιμήσουν τον αρχηγό τους, που ονομαζόταν Φαρακλός. Για την προστασία του χωριού έχτισαν το Κάστρο της Αγίας Παρασκευής. Το χωριό αναπτύχθηκε στους Μέσους Χρόνους. Στα 1700 μ.Χ. ήταν μια από τις μεγαλύτερες αστικές περιοχές της Πελοποννήσου, όπως φαίνεται από την απογραφή του Βενετού Φραντζέσκο Γκριμάνι. Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν ο σημαντικότερος οικισμός της περιοχής. Εκεί υπήρχαν οι τοπικές αρχές του κατακτητή και η ελληνική δημογεροντία. Από την βυζαντινή περίοδο, στην περιοχή του Φαρακλού υπάρχουν κτίσματα όπως ο Αγ. Στράτης, δίκοχο μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναΐδριο, μισοερειπωμένο με κατάλοιπα τοιχογραφιών, αξιόλογων παραστάσεων. Επίσης ο Άγιος Θεράπων ή Άγιος Θεράπης ή Σαράπης ή Παλαιοκκλησιά, ναός καμαροσκέπαστος χτισμένος με αργολιθοδομή. Ακόμη υπάρχει εκκλησάκι ερειπωμένο, ο Άγιος Νίκων, οπου στα χαμηλά του διακρίνονται ξεθωριασμένες μορφές αγίων. Μεταβυζαντινοί ναοί είναι: η Ευαγγελίστρια, η Μυρτιδιώτισσα, η Αγιά Σωτήρα, ο Άγιος Πέτρος, η Παντάνασσα, ο Άγιος Γεώργιος, η Παναγίτσα και άλλα σε ερειπώδη κατάσταση. Το Φαρακλό μετά την επανάσταση του 1821 ήταν η πρωτεύουσα του Δήμου Μαλέα, ενός από τους δύο Δήμους της περιοχής.
Για την ίδρυση και κτίση του χωριού ανατρέχουμε στους βυζαντινούς χρόνους, όταν με χρυσόβουλο λόγο του βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου του Α΄ μ.Χ. συστάθηκε ναυτικός σταθμός, στη θέση, που σήμερα λέγεται «Παλιόχωρα» (881μ.Χ.) για την επιτήρηση των κινήσεων των διερχομένων πλοίων κυρίως τα των Σαρακηνών πειρατών της Κρήτης. Το ερειπωμένο αυτό βυζαντινό κάστρο της «Παλιόχωρας», βρίσκεται πάνω σε ύψωμα με θέα προς το πέλαγος ανατολικά, περιτριγυρισμένο από θεόρατους πανύψηλους κι απόκρημνους άγριους βράχους, εκεί παρατηρούνται και σήμερα ερείπια εκκλησιών και άλλων οικοδομημάτων. Σε καλή κατάσταση βρίσκεται στην κορυφή της παλιάς οχυρωμένης «Παλιόχωρας» το εξωκλήσι «Προφήτης Ηλίας» με πανοραμική θέα του Μυρτώου Πελάγους και του Αργολικού Κόλπου απ’ όπου διακρίνονται τα νησιά Ύδρα και Σπέτεσες. Ο ναυτικός αυτός σταθμός, εξελίχθηκε σε σημαντική «πολίχνη» που κατά την τοπική παράδοση, χτίστηκε τους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Στολίδια του χωριού αποτελούν το Δημοτικό Σχολείο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παραδοσιακό και διατηρητέο, καθώς και ο Ενοριακός Ναός των Τριών Ιεραρχών, λιθόκτιστος βυζαντινού ρυθμού. Αξίζει να αναφέρουμε το ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου που βρίσκεται ΒΑ του χωριού σε μια πολύ ωραία θέα που παλιότερα ήταν μοναστήρι με κελιά και καλογήρους.
Charakas
Για την ίδρυση και κτίση του χωριού ανατρέχουμε στους βυζαντινούς χρόνους, όταν με χρυσόβουλο λόγο του βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου του Α΄ μ.Χ. συστάθηκε ναυτικός σταθμός, στη θέση, που σήμερα λέγεται «Παλιόχωρα» (881μ.Χ.) για την επιτήρηση των κινήσεων των διερχομένων πλοίων κυρίως τα των Σαρακηνών πειρατών της Κρήτης. Το ερειπωμένο αυτό βυζαντινό κάστρο της «Παλιόχωρας», βρίσκεται πάνω σε ύψωμα με θέα προς το πέλαγος ανατολικά, περιτριγυρισμένο από θεόρατους πανύψηλους κι απόκρημνους άγριους βράχους, εκεί παρατηρούνται και σήμερα ερείπια εκκλησιών και άλλων οικοδομημάτων. Σε καλή κατάσταση βρίσκεται στην κορυφή της παλιάς οχυρωμένης «Παλιόχωρας» το εξωκλήσι «Προφήτης Ηλίας» με πανοραμική θέα του Μυρτώου Πελάγους και του Αργολικού Κόλπου απ’ όπου διακρίνονται τα νησιά Ύδρα και Σπέτεσες. Ο ναυτικός αυτός σταθμός, εξελίχθηκε σε σημαντική «πολίχνη» που κατά την τοπική παράδοση, χτίστηκε τους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Στολίδια του χωριού αποτελούν το Δημοτικό Σχολείο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παραδοσιακό και διατηρητέο, καθώς και ο Ενοριακός Ναός των Τριών Ιεραρχών, λιθόκτιστος βυζαντινού ρυθμού. Αξίζει να αναφέρουμε το ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου που βρίσκεται ΒΑ του χωριού σε μια πολύ ωραία θέα που παλιότερα ήταν μοναστήρι με κελιά και καλογήρους.
Κατά την αρχαιότητα η σημερινή Ελαφόνησος δεν αποτελούσε νησί, αλλά τη χερσόνησο "ΟΝΟΥ ΓΝΑΘΟΣ", καθώς το τότε σχήμα παρέπεμπε στην όψη γαϊδουρομασέλας, σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οποίος στην περιήγησή του τοποθετεί την πόλη στην ποντισμένη σήμερα περιοχή της νησίδας Παυλοπέτρι (Πετρί), όπου διακρίνονται ακόμη και σήμερα χαλάσματα σπιτιών και καρόδρομοι, όπως και στον Κάβο Καλογήρου (Καλόγερας) κοντά στο νησί Κασέλα στης Παναγίας τα Νησιά αλλά και αλλού. Μαζί με την περιοχή μεταξύ του νησιού και της Πελοποννήσου, που ποντίστηκε μετά τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ποντίστηκαν και άλλα μικρότερα κομμάτια γης πέριξ του νησιού που σήμερα μάς ανταμείβουν με τα υπέροχα χρυσοπράσινα χρώματα στα νερά άνωθεν τους. Το σημερινό της όνομα η Ελαφόνησος το οφείλει στο πλούσιο κυνήγι που υπήρχε στην περιοχή από την αρχαιότητα, καθώς, όπως αναφέρεται και από τον Παυσανία, πολλά ήταν τα ιερά της Αρτέμιδας στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα από την ύπαρξη πλήθους μικρόσωμων ελαφιών κόκκινου χρώματος. Άλλωστε και το διάσημο άγαλμα της Θεάς Αρτέμιδας στο Μουσείο του Λούβρου, που κρατά ένα τέτοιο ελάφι, έχει βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα και με Βενετσιάνικους χάρτες του 15ου αιώνα, η Ελαφόνησος αποτυπώνεται ως CERVI "τσέρβι" και τα Κύθηρα ως CERIGO "τσερίγκο" (όνομα που οι ντόπιοι χρησιμοποιούν ως και σήμερα για τα Κύθηρα, κάτι που δεν έγινε στην Ελαφόνησο, καθώς δεν κατοικούνταν τότε). Τέλος, το απέναντι χωριό Βιγκλάφια μαρτυρά με το όνομά του την αλήθεια αυτή (ΒΙΓΚΛΑ - ΕΛΑΦΙΑ), καθώς από εκεί απλώνεται μπροστά μας πεντακάθαρα όλος ο κάμπος ως την Ελαφόνησο, όπως και η λιμνοθάλασσα Στρογγύλη. Ως φυσικό παρατηρητήριο, λοιπόν, των κόκκινων αυτών ελαφιών δε θα μπορούσε παρά να αποδοθεί αυτό το τοπωνύμιο. Η Ελαφόνησος κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 περιλήφθηκε στο ελεύθερο στη συνέχεια κράτος, όταν η ελληνική πλευρά εκμεταλλεύτηκε την μη αναγραφή της Ελαφονήσου, όπως παράλληλα και της νήσου Σαπιέντζα, σε καμιά συνθήκη κυριαρχίας της «Επτανησιακής Πολιτείας» από τους Άγγλους, στην οποία ουσιαστικά κι ανήκαν τότε. Όταν ξέσπασαν στην Αθήνα τα γνωστά Παρκερικά εξ αιτίας του Εβραίου τυχοδιώκτη Πατσίφικο, όπου κατά τον ωμότερο και βιαιότερο τρόπο επιβλήθηκε αγγλικός ναυτικός αποκλεισμός προκειμένου η Αγγλία να πετύχει παράλληλα την επιβολή φιλοβρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα και τη μεταβολή της ακολουθούμενης τότε ελληνικής φιλορωσικής πολιτικής, μεταξύ άλλων η Αγγλία διά του τότε Πρωθυπουργού της απαίτησε και την παράδοση της Ελαφονήσου ως προσάρτημα των Ιονίων νήσων που τελούνταν ακόμα υπό την κυραρχία της. Τότε ο Όθωνας προσκαλώντας για την επίλυση της διαφοράς τη μεσολάβηση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (Γαλλίας και Ρωσίας) έδωσε μυστική εντολή για έμμεση εγκατάσταση κατοίκων στην Ελαφόνησο και μεταφορά αιγοπροβάτων από την έναντι περιοχή της Νεάπολης Βοιών και τα γύρω χωριά προκειμένου να παρουσιάζει αυτή οικονομική εκμετάλλευση. Έτσι, τον Απρίλιο του 1850, όπου και έληξε ο ναυτικός αποκλεισμός, μετά την καταβολή εκ μέρους της Ελλάδας χρηματικής εγγύησης 340.000 δραχμών (της εποχής εκείνης) άρχισε το νησί να κατοικείται από τους σημερινούς του κατοίκους.
56 recommandé par les habitants
Elafonissos
56 recommandé par les habitants
Κατά την αρχαιότητα η σημερινή Ελαφόνησος δεν αποτελούσε νησί, αλλά τη χερσόνησο "ΟΝΟΥ ΓΝΑΘΟΣ", καθώς το τότε σχήμα παρέπεμπε στην όψη γαϊδουρομασέλας, σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οποίος στην περιήγησή του τοποθετεί την πόλη στην ποντισμένη σήμερα περιοχή της νησίδας Παυλοπέτρι (Πετρί), όπου διακρίνονται ακόμη και σήμερα χαλάσματα σπιτιών και καρόδρομοι, όπως και στον Κάβο Καλογήρου (Καλόγερας) κοντά στο νησί Κασέλα στης Παναγίας τα Νησιά αλλά και αλλού. Μαζί με την περιοχή μεταξύ του νησιού και της Πελοποννήσου, που ποντίστηκε μετά τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ποντίστηκαν και άλλα μικρότερα κομμάτια γης πέριξ του νησιού που σήμερα μάς ανταμείβουν με τα υπέροχα χρυσοπράσινα χρώματα στα νερά άνωθεν τους. Το σημερινό της όνομα η Ελαφόνησος το οφείλει στο πλούσιο κυνήγι που υπήρχε στην περιοχή από την αρχαιότητα, καθώς, όπως αναφέρεται και από τον Παυσανία, πολλά ήταν τα ιερά της Αρτέμιδας στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα από την ύπαρξη πλήθους μικρόσωμων ελαφιών κόκκινου χρώματος. Άλλωστε και το διάσημο άγαλμα της Θεάς Αρτέμιδας στο Μουσείο του Λούβρου, που κρατά ένα τέτοιο ελάφι, έχει βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα και με Βενετσιάνικους χάρτες του 15ου αιώνα, η Ελαφόνησος αποτυπώνεται ως CERVI "τσέρβι" και τα Κύθηρα ως CERIGO "τσερίγκο" (όνομα που οι ντόπιοι χρησιμοποιούν ως και σήμερα για τα Κύθηρα, κάτι που δεν έγινε στην Ελαφόνησο, καθώς δεν κατοικούνταν τότε). Τέλος, το απέναντι χωριό Βιγκλάφια μαρτυρά με το όνομά του την αλήθεια αυτή (ΒΙΓΚΛΑ - ΕΛΑΦΙΑ), καθώς από εκεί απλώνεται μπροστά μας πεντακάθαρα όλος ο κάμπος ως την Ελαφόνησο, όπως και η λιμνοθάλασσα Στρογγύλη. Ως φυσικό παρατηρητήριο, λοιπόν, των κόκκινων αυτών ελαφιών δε θα μπορούσε παρά να αποδοθεί αυτό το τοπωνύμιο. Η Ελαφόνησος κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 περιλήφθηκε στο ελεύθερο στη συνέχεια κράτος, όταν η ελληνική πλευρά εκμεταλλεύτηκε την μη αναγραφή της Ελαφονήσου, όπως παράλληλα και της νήσου Σαπιέντζα, σε καμιά συνθήκη κυριαρχίας της «Επτανησιακής Πολιτείας» από τους Άγγλους, στην οποία ουσιαστικά κι ανήκαν τότε. Όταν ξέσπασαν στην Αθήνα τα γνωστά Παρκερικά εξ αιτίας του Εβραίου τυχοδιώκτη Πατσίφικο, όπου κατά τον ωμότερο και βιαιότερο τρόπο επιβλήθηκε αγγλικός ναυτικός αποκλεισμός προκειμένου η Αγγλία να πετύχει παράλληλα την επιβολή φιλοβρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα και τη μεταβολή της ακολουθούμενης τότε ελληνικής φιλορωσικής πολιτικής, μεταξύ άλλων η Αγγλία διά του τότε Πρωθυπουργού της απαίτησε και την παράδοση της Ελαφονήσου ως προσάρτημα των Ιονίων νήσων που τελούνταν ακόμα υπό την κυραρχία της. Τότε ο Όθωνας προσκαλώντας για την επίλυση της διαφοράς τη μεσολάβηση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (Γαλλίας και Ρωσίας) έδωσε μυστική εντολή για έμμεση εγκατάσταση κατοίκων στην Ελαφόνησο και μεταφορά αιγοπροβάτων από την έναντι περιοχή της Νεάπολης Βοιών και τα γύρω χωριά προκειμένου να παρουσιάζει αυτή οικονομική εκμετάλλευση. Έτσι, τον Απρίλιο του 1850, όπου και έληξε ο ναυτικός αποκλεισμός, μετά την καταβολή εκ μέρους της Ελλάδας χρηματικής εγγύησης 340.000 δραχμών (της εποχής εκείνης) άρχισε το νησί να κατοικείται από τους σημερινούς του κατοίκους.
Τα Κύθηρα βρίσκονται στη νότια Ελλάδα, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, στο σημείο που το Ιόνιο, το Αιγαίο και το Κρητικό πέλαγος συναντώνται. Είναι νησί επίμηκες, με μήκος 29 χιλιόμετρα και πλάτος 18 χιλιόμετρα. Έχουν έκταση 277,746 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το μήκος των ακτογραμμών του είναι περίπου 90 χιλιόμετρα. Στο βόρειο άκρο του νησιού βρίσκεται ο φάρος του Μουδαρίου, ο οποίος χτίστηκε το 1857 από τους Άγγλους, ενώ στο λιμάνι του Καψαλίου, στο νότιο τμήμα του νησιού, βρίσκεται φάρος ο οποίος κατασκευάστηκε το 1853.[2] Τα Κύθηρα είναι ορεινά, με δύο κύριες οροσειρές, μια στα ανατολικά και μια δυτικά, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα ομαλό οροπέδιο. Οι ψηλότερες κορυφές της ανατολικής οροσειράς είναι το Κουτσοκέφαλο (324 μ.), το Βουνό του Διγενή (474 μ.), η Αγία Μονή (348 μ.) και ο Άγιος Γεώργιος (321 μ.) και της δυτικής είναι η Σκληρή (432 μ.), ο Μερμηγκάρης (506 μ.), η Βίγλα (476 μ.) και η Αγία Ελέσσα (433 μ.). Αυτές οι δύο οροσειρές διακλαδίζονται σε μικρότερα βουνά, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν βαθιά φαράγγια. Ρεματιές με πολύ νερό υπάρχουν κοντά στον Μυλοπόταμο, στον Καραβά και στα Μητάτα, ενώ οι άλλες περιοχές βασίζονται για την ύδρευση στα πηγάδια.[2] Στο Μυλόποταμο υπάρχουν καταρράκτες και το νερό χρησιμοποιείται για να κινεί νερόμυλους, ενώ εκεί είναι το πιο εύφορο τμήμα του νησιού.[3]Γεωγραφικά ανήκουν στα επτάνησα και διοικητικά υπάγονται στον Πειραιά. Είναι το 15ο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και έχει 64 κοινότητες με τη μικρότερη τα Βιαράδικα που στα παλιά χρόνια ήταν από τις μεγαλύτερες.
6 recommandé par les habitants
Kythira
6 recommandé par les habitants
Τα Κύθηρα βρίσκονται στη νότια Ελλάδα, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, στο σημείο που το Ιόνιο, το Αιγαίο και το Κρητικό πέλαγος συναντώνται. Είναι νησί επίμηκες, με μήκος 29 χιλιόμετρα και πλάτος 18 χιλιόμετρα. Έχουν έκταση 277,746 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το μήκος των ακτογραμμών του είναι περίπου 90 χιλιόμετρα. Στο βόρειο άκρο του νησιού βρίσκεται ο φάρος του Μουδαρίου, ο οποίος χτίστηκε το 1857 από τους Άγγλους, ενώ στο λιμάνι του Καψαλίου, στο νότιο τμήμα του νησιού, βρίσκεται φάρος ο οποίος κατασκευάστηκε το 1853.[2] Τα Κύθηρα είναι ορεινά, με δύο κύριες οροσειρές, μια στα ανατολικά και μια δυτικά, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα ομαλό οροπέδιο. Οι ψηλότερες κορυφές της ανατολικής οροσειράς είναι το Κουτσοκέφαλο (324 μ.), το Βουνό του Διγενή (474 μ.), η Αγία Μονή (348 μ.) και ο Άγιος Γεώργιος (321 μ.) και της δυτικής είναι η Σκληρή (432 μ.), ο Μερμηγκάρης (506 μ.), η Βίγλα (476 μ.) και η Αγία Ελέσσα (433 μ.). Αυτές οι δύο οροσειρές διακλαδίζονται σε μικρότερα βουνά, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν βαθιά φαράγγια. Ρεματιές με πολύ νερό υπάρχουν κοντά στον Μυλοπόταμο, στον Καραβά και στα Μητάτα, ενώ οι άλλες περιοχές βασίζονται για την ύδρευση στα πηγάδια.[2] Στο Μυλόποταμο υπάρχουν καταρράκτες και το νερό χρησιμοποιείται για να κινεί νερόμυλους, ενώ εκεί είναι το πιο εύφορο τμήμα του νησιού.[3]Γεωγραφικά ανήκουν στα επτάνησα και διοικητικά υπάγονται στον Πειραιά. Είναι το 15ο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και έχει 64 κοινότητες με τη μικρότερη τα Βιαράδικα που στα παλιά χρόνια ήταν από τις μεγαλύτερες.
Πρώτος που ξεκίνησε τις αρχαιολογικές έρευνες στο Γύθειο ήταν ο Ανδρέας Σκιάς το 1891, αποκαλύπτοντας το αρχαίο θέατρο του Γυθείου στο βόρειο άκρο του, καθώς και η ακρόπολη δυτικά του θεάτρου. Το έργο εκείνου συνέχισαν πολλοί άλλοι μεταξύ των οποίων και η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή. Από τη μελέτη των αρχαιολογικών και σπηλαιολογικών ευρημάτων και των σχετικών αναφορών των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων έχουν παρουσιασθεί σπουδαία συγγράμματα για την ιστορία του Γυθείου. Μεταξύ αυτών αξίζει ν΄ αναφερθούν εκείνες των: Ιωάννη Πατσουράκου (1902), Γερ. Καψάλη, Π. Καλονάρου, Σ. Σκοπετέα, , Βάσου Τσιλιβάκου, Απόστ. Δασκαλάκη,, αλλά και του ακαδημαϊκού Σ. Κουγέα. Σύμφωνα με το γεωγράφο του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανία, ο Πάρις πέρασε σε αυτό την πρώτη του νύχτα με την Ωραία Ελένη ύστερα από την αρπαγή της. Σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο, το Γύθειο ιδρύθηκε από τον Ηρακλή και τον Απόλλων. Ο Ηρακλής και ο Απόλλων παριστάνονταν συχνά στα αρχαία νομίσματα της πόλης όπως και οι Διόσκουροι.[1] Η μορφή των ονομάτων τους δείχνει ότι είχαν έντονη επίδραση από τους Φοίνικες από την Τύρο οι οποίοι σε πανάρχαιους χρόνους έκαναν συχνά εμπόριο στην περιοχή.[2] Το Γύθειο είχε γίνει το επίκεντρο του εμπορίου των Φοινίκων στις Λακωνικές ακτές, κύριο προϊόν ήταν ο θαλασσινός Μύρηξ. Σε ιστορικούς χρόνους κατοικούσαν οι Περίοικοι υπό την εξουσία της Σπάρτης αλλά ήταν ανεξάρτητα πολιτική οντότητα. Υπήρξε κατά την αρχαιότητα το επίνειο της Σπάρτης που βρίσκεται 40 χιλιόμετρα βορειότερα. Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (455 π.Χ.) το Γύθειο πολιόρκησε ο Αθηναίος στρατηγός Τολμίδης με 50 πλοία και 4.000 Οπλίτες, το κατέλαβε και το έκαψε.[3][4] Το έκτισε ξανά ο Σπαρτιάτικος στόλος στην διάρκεια του πολέμου, ο Αλκιβιάδης είδε από κοντά 30 Τριήρης να οικοδομούν ξανά την πόλη (407 π.Χ.).[5][6] Ο Επαμεινώνδας πολιόρκησε για 3 μέρες επιτυχώς την πόλη (370 π.Χ.) κατόπιν λεηλάτησε την Λακωνία, οι Σπαρτιάτες την ανακατέλαβαν σε τρεις μέρες.[7] Ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας προσπάθησε να καταλάβει το Γύθειο αλλά χωρίς επιτυχία (219 π.Χ.).[8] Κοινόν Ελευθερολακώνων Ο φάρος του Γυθείου Την περίοδο (195 π.Χ. - 192 π.Χ.) το Γύθειο φέρεται ανεξάρτητο από τη Σπάρτη, πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων, στολισμένο με μαρμάρινα μέγαρα, ιερά και ναούς θεών και με πολλά καλλιτεχνήματα. Με τον Νάβις το Γύθειο έγινε το λιμάνι και η ναυτική βάση των Σπαρτιατών. Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία το κατέλαβε μετά από μακρόχρονη πολιορκία, εισήλθε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων στο οποίο την κυριαρχία είχε η Αχαϊκή Συμπολιτεία.[9] Ο Νάβις το ανακατέλαβε αφού νίκησε σε ναυμαχία τον Αχαϊκό στόλο, το διατήρησε για τρία χρόνια αλλά ο Ρωμαϊκός το ανακατέλαβε. Το Γύθειο κατόπιν συμμετείχε στην ομάδα των 24 Δήμων των Ελευθερολακόνων που αργότερα καταγράφονται σαν 18, διατήρησαν την ανεξαρτησία τος απέναντι στην Σπάρτη, ο Οκταβιανός Αύγουστος τους έδωσε τον τίτλο της ελεύθερης πόλης.[10] Ο διοικητής της Ομοσπονδίας είχε τον τίτλο του Στρατηγού και δίπλα του βρισκόταν ένας ταμίας, κάθε Δήμος της Ομοσπονδίας είχε στην διοίκηση του έναν Έφορο. Πολλά ερείπια από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία διασώζονται στην ευρύτερη περιοχή, ενώ από την αρχαιότητα διασώζονται στην παλιά πόλη το αρχαίο θέατρο και στον λόφο πίσω από την πόλη τα ερείπια ενός ιερού του Διονύσου. Το 375 μ.Χ. συνέβη ένας μεγάλος σεισμός, όπου το παλιρροιακό κύμα που δημιουργήθηκε καταπόντισε το Γύθειο στα νερά του Λακωνικού Κόλπου θάβοντας ή πνίγοντας τους κατοίκους του, όσοι δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα γύρω υψώματα. Έτσι, από την παλαιά πόλη έμεινε μόνο ένα τμήμα που σήμερα λέγεται «Παλαιόπολη», το βορειοανατολικό τμήμα του σημερινού Γυθείου. Σ΄ αυτό το τμήμα και στον παρακείμενο θαλάσσιο βυθό, βρέθηκαν τα περισσότερα αρχαία μάρμαρα, ψηφιδωτά δάπεδα, τμήματα αγαλμάτων θεών, ηρώων και αρχόντων, καθώς και θεμέλια οικοδομών, που αποτελούν τους θλιβερούς μάρτυρες της άλλοτε λαμπροστόλιστης πόλης. Μεσαίωνας – τουρκοκρατία Με το πέρασμα των αιώνων οι επιχώσεις των χειμάρρων των γύρω υψωμάτων έθαψαν και τα τελευταία ίχνη της αρχαίας πόλης. Έτσι, κατά τον Μεσαίωνα το Γύθειο ήταν τελείως ξεχασμένο. Η τοποθεσία που προϋπήρχε ονομάστηκε «Μαραθονήσι» από το γνωστό μυρωδικό φυτό, το μάραθο, που βλάστανε πλούσια στη νησίδα Κρανάη και τη γύρω στεριά. Το 17ο αιώνα η περιοχή αυτή ήταν ένας λόγγος γεμάτη αγρίμια και βάλτους και τελείως ερημική από ανθρώπινη ζωή. Οι Μανιάτες που κατοικούσαν στην ενδοχώρα ούτε που πλησίαζαν την περιοχή αυτή αποφεύγοντας αφενός τον τρομερό κίνδυνο της θανατηφόρου ελονοσίας, αφετέρου τις ληστρικές επιδρομές των Οθωμανών κουρσάρων. Οι δε Τούρκοι διατηρούσαν μόνο μία φρουρά στο βόρειο ύψωμα της Σεληνίτσας, (σημερινή βόρεια παραλία του Γυθείου) και δυτικά της περιοχής το φράγκικο Κάστρο του Πασσαβά σχηματίζοντας έτσι την μοναδική σφήνα στην ελεύθερη περιοχή της Μάνης. Το 1685 οι Ενετοί, ευρισκόμενοι σε πόλεμο με τους Τούρκους και βοηθούμενοι από τους Μανιάτες, κατέλαβαν το Κάστρο του Πασσαβά και εξόντωσαν την εκεί φρουρά. Η κατάληψη αυτού του οχυρού υπήρξε σημαντική στην ιστορία της Μάνης χαρίζοντας στους Μανιάτες την ασφάλεια της ελεύθερης επικοινωνίας με το Μαραθονήσι, που άρχισαν έτσι σιγά - σιγά να κατοικούν. Μάλιστα δύο χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1687, όταν ο Βενετός στρατηγός Πολάνι βοηθούμενος από 6.000 Μανιάτες επιχειρούσε την κατάληψη του Μυστρά, ο ναύαρχος Μοροζίνι κατέπλευσε στον όρμο του Μαραθονησίου. Στις 23 Μαρτίου του 1821 οι Γρηγοράκηδες μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Μάνης, τον Π. Κοσονάκο, Ι. Κατσούλη κ.ά. ύψωσαν στο Μαραθονήσι - Γύθειο την σημαία της Επανάστασης έχοντας προηγουμένως συγκροτήσει ένοπλα σώματα.
30 recommandé par les habitants
Gytheio
30 recommandé par les habitants
Πρώτος που ξεκίνησε τις αρχαιολογικές έρευνες στο Γύθειο ήταν ο Ανδρέας Σκιάς το 1891, αποκαλύπτοντας το αρχαίο θέατρο του Γυθείου στο βόρειο άκρο του, καθώς και η ακρόπολη δυτικά του θεάτρου. Το έργο εκείνου συνέχισαν πολλοί άλλοι μεταξύ των οποίων και η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή. Από τη μελέτη των αρχαιολογικών και σπηλαιολογικών ευρημάτων και των σχετικών αναφορών των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων έχουν παρουσιασθεί σπουδαία συγγράμματα για την ιστορία του Γυθείου. Μεταξύ αυτών αξίζει ν΄ αναφερθούν εκείνες των: Ιωάννη Πατσουράκου (1902), Γερ. Καψάλη, Π. Καλονάρου, Σ. Σκοπετέα, , Βάσου Τσιλιβάκου, Απόστ. Δασκαλάκη,, αλλά και του ακαδημαϊκού Σ. Κουγέα. Σύμφωνα με το γεωγράφο του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανία, ο Πάρις πέρασε σε αυτό την πρώτη του νύχτα με την Ωραία Ελένη ύστερα από την αρπαγή της. Σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο, το Γύθειο ιδρύθηκε από τον Ηρακλή και τον Απόλλων. Ο Ηρακλής και ο Απόλλων παριστάνονταν συχνά στα αρχαία νομίσματα της πόλης όπως και οι Διόσκουροι.[1] Η μορφή των ονομάτων τους δείχνει ότι είχαν έντονη επίδραση από τους Φοίνικες από την Τύρο οι οποίοι σε πανάρχαιους χρόνους έκαναν συχνά εμπόριο στην περιοχή.[2] Το Γύθειο είχε γίνει το επίκεντρο του εμπορίου των Φοινίκων στις Λακωνικές ακτές, κύριο προϊόν ήταν ο θαλασσινός Μύρηξ. Σε ιστορικούς χρόνους κατοικούσαν οι Περίοικοι υπό την εξουσία της Σπάρτης αλλά ήταν ανεξάρτητα πολιτική οντότητα. Υπήρξε κατά την αρχαιότητα το επίνειο της Σπάρτης που βρίσκεται 40 χιλιόμετρα βορειότερα. Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (455 π.Χ.) το Γύθειο πολιόρκησε ο Αθηναίος στρατηγός Τολμίδης με 50 πλοία και 4.000 Οπλίτες, το κατέλαβε και το έκαψε.[3][4] Το έκτισε ξανά ο Σπαρτιάτικος στόλος στην διάρκεια του πολέμου, ο Αλκιβιάδης είδε από κοντά 30 Τριήρης να οικοδομούν ξανά την πόλη (407 π.Χ.).[5][6] Ο Επαμεινώνδας πολιόρκησε για 3 μέρες επιτυχώς την πόλη (370 π.Χ.) κατόπιν λεηλάτησε την Λακωνία, οι Σπαρτιάτες την ανακατέλαβαν σε τρεις μέρες.[7] Ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας προσπάθησε να καταλάβει το Γύθειο αλλά χωρίς επιτυχία (219 π.Χ.).[8] Κοινόν Ελευθερολακώνων Ο φάρος του Γυθείου Την περίοδο (195 π.Χ. - 192 π.Χ.) το Γύθειο φέρεται ανεξάρτητο από τη Σπάρτη, πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων, στολισμένο με μαρμάρινα μέγαρα, ιερά και ναούς θεών και με πολλά καλλιτεχνήματα. Με τον Νάβις το Γύθειο έγινε το λιμάνι και η ναυτική βάση των Σπαρτιατών. Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία το κατέλαβε μετά από μακρόχρονη πολιορκία, εισήλθε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων στο οποίο την κυριαρχία είχε η Αχαϊκή Συμπολιτεία.[9] Ο Νάβις το ανακατέλαβε αφού νίκησε σε ναυμαχία τον Αχαϊκό στόλο, το διατήρησε για τρία χρόνια αλλά ο Ρωμαϊκός το ανακατέλαβε. Το Γύθειο κατόπιν συμμετείχε στην ομάδα των 24 Δήμων των Ελευθερολακόνων που αργότερα καταγράφονται σαν 18, διατήρησαν την ανεξαρτησία τος απέναντι στην Σπάρτη, ο Οκταβιανός Αύγουστος τους έδωσε τον τίτλο της ελεύθερης πόλης.[10] Ο διοικητής της Ομοσπονδίας είχε τον τίτλο του Στρατηγού και δίπλα του βρισκόταν ένας ταμίας, κάθε Δήμος της Ομοσπονδίας είχε στην διοίκηση του έναν Έφορο. Πολλά ερείπια από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία διασώζονται στην ευρύτερη περιοχή, ενώ από την αρχαιότητα διασώζονται στην παλιά πόλη το αρχαίο θέατρο και στον λόφο πίσω από την πόλη τα ερείπια ενός ιερού του Διονύσου. Το 375 μ.Χ. συνέβη ένας μεγάλος σεισμός, όπου το παλιρροιακό κύμα που δημιουργήθηκε καταπόντισε το Γύθειο στα νερά του Λακωνικού Κόλπου θάβοντας ή πνίγοντας τους κατοίκους του, όσοι δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα γύρω υψώματα. Έτσι, από την παλαιά πόλη έμεινε μόνο ένα τμήμα που σήμερα λέγεται «Παλαιόπολη», το βορειοανατολικό τμήμα του σημερινού Γυθείου. Σ΄ αυτό το τμήμα και στον παρακείμενο θαλάσσιο βυθό, βρέθηκαν τα περισσότερα αρχαία μάρμαρα, ψηφιδωτά δάπεδα, τμήματα αγαλμάτων θεών, ηρώων και αρχόντων, καθώς και θεμέλια οικοδομών, που αποτελούν τους θλιβερούς μάρτυρες της άλλοτε λαμπροστόλιστης πόλης. Μεσαίωνας – τουρκοκρατία Με το πέρασμα των αιώνων οι επιχώσεις των χειμάρρων των γύρω υψωμάτων έθαψαν και τα τελευταία ίχνη της αρχαίας πόλης. Έτσι, κατά τον Μεσαίωνα το Γύθειο ήταν τελείως ξεχασμένο. Η τοποθεσία που προϋπήρχε ονομάστηκε «Μαραθονήσι» από το γνωστό μυρωδικό φυτό, το μάραθο, που βλάστανε πλούσια στη νησίδα Κρανάη και τη γύρω στεριά. Το 17ο αιώνα η περιοχή αυτή ήταν ένας λόγγος γεμάτη αγρίμια και βάλτους και τελείως ερημική από ανθρώπινη ζωή. Οι Μανιάτες που κατοικούσαν στην ενδοχώρα ούτε που πλησίαζαν την περιοχή αυτή αποφεύγοντας αφενός τον τρομερό κίνδυνο της θανατηφόρου ελονοσίας, αφετέρου τις ληστρικές επιδρομές των Οθωμανών κουρσάρων. Οι δε Τούρκοι διατηρούσαν μόνο μία φρουρά στο βόρειο ύψωμα της Σεληνίτσας, (σημερινή βόρεια παραλία του Γυθείου) και δυτικά της περιοχής το φράγκικο Κάστρο του Πασσαβά σχηματίζοντας έτσι την μοναδική σφήνα στην ελεύθερη περιοχή της Μάνης. Το 1685 οι Ενετοί, ευρισκόμενοι σε πόλεμο με τους Τούρκους και βοηθούμενοι από τους Μανιάτες, κατέλαβαν το Κάστρο του Πασσαβά και εξόντωσαν την εκεί φρουρά. Η κατάληψη αυτού του οχυρού υπήρξε σημαντική στην ιστορία της Μάνης χαρίζοντας στους Μανιάτες την ασφάλεια της ελεύθερης επικοινωνίας με το Μαραθονήσι, που άρχισαν έτσι σιγά - σιγά να κατοικούν. Μάλιστα δύο χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1687, όταν ο Βενετός στρατηγός Πολάνι βοηθούμενος από 6.000 Μανιάτες επιχειρούσε την κατάληψη του Μυστρά, ο ναύαρχος Μοροζίνι κατέπλευσε στον όρμο του Μαραθονησίου. Στις 23 Μαρτίου του 1821 οι Γρηγοράκηδες μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Μάνης, τον Π. Κοσονάκο, Ι. Κατσούλη κ.ά. ύψωσαν στο Μαραθονήσι - Γύθειο την σημαία της Επανάστασης έχοντας προηγουμένως συγκροτήσει ένοπλα σώματα.
Στην Αρεόπολη, την πατρίδα των Μαυροµιχαλαίων, αξίζει να επισκεφτείτε τον µητροπολιτικό ναό των Αγίων Ταξιαρχών που δεσπόζει στην ιστορική πλατεία της 17ης Μαρτίου 1821 και χτίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ένα εµβληµατικό µνηµείο όχι µόνο για την Αρεόπολη αλλά για ολόκληρη τη Μάνη, κτίσµα της οικογένειας των Μαυροµιχαλαίων. Εδώ, στις 17 Μαρτίου 1821 (η ηµεροµηνία έχει κηρυχθεί επίσηµη αργία στην περιοχή) οι πρόκριτοι της Μάνης υπό την ηγεσία του Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη κήρυξαν την επανάσταση µετά τη δοξολογία, υψώνοντας το λάβαρο του αγώνα εναντίον των Οθωµανών κατακτητών. Στην Αρεοπόλη επίσης, κάντε µια βόλτα στην πλατεία Αθανάτων όπου εκεί στέκει επιβλητικό το µεγαλοπρεπές άγαλµα του Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη και ο ναός του Αγίου Αθανασίου.
64 recommandé par les habitants
Areopoli
64 recommandé par les habitants
Στην Αρεόπολη, την πατρίδα των Μαυροµιχαλαίων, αξίζει να επισκεφτείτε τον µητροπολιτικό ναό των Αγίων Ταξιαρχών που δεσπόζει στην ιστορική πλατεία της 17ης Μαρτίου 1821 και χτίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ένα εµβληµατικό µνηµείο όχι µόνο για την Αρεόπολη αλλά για ολόκληρη τη Μάνη, κτίσµα της οικογένειας των Μαυροµιχαλαίων. Εδώ, στις 17 Μαρτίου 1821 (η ηµεροµηνία έχει κηρυχθεί επίσηµη αργία στην περιοχή) οι πρόκριτοι της Μάνης υπό την ηγεσία του Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη κήρυξαν την επανάσταση µετά τη δοξολογία, υψώνοντας το λάβαρο του αγώνα εναντίον των Οθωµανών κατακτητών. Στην Αρεοπόλη επίσης, κάντε µια βόλτα στην πλατεία Αθανάτων όπου εκεί στέκει επιβλητικό το µεγαλοπρεπές άγαλµα του Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη και ο ναός του Αγίου Αθανασίου.
Κάντε µια βόλτα µέχρι το Οίτυλο (11χλµ. από την Αρεόπολη). Ο παραλιακός δρόµος του οικισµού είναι ιδανικός για βόλτα το απογευµατάκι µε πολλά καφέ στη µια πλευρά και τη θάλασσα στην άλλη για να δείτε το ηλιοβασίλεµα.
10 recommandé par les habitants
Oitylo
10 recommandé par les habitants
Κάντε µια βόλτα µέχρι το Οίτυλο (11χλµ. από την Αρεόπολη). Ο παραλιακός δρόµος του οικισµού είναι ιδανικός για βόλτα το απογευµατάκι µε πολλά καφέ στη µια πλευρά και τη θάλασσα στην άλλη για να δείτε το ηλιοβασίλεµα.
Φτάστε στο ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης. Αν και είναι σχετικά δύσκολη η πρόσβαση και δεν έχει κάτι να κάνετε εκεί, αξίζει να πάτε µόνο και µόνο για να θαυµάσετε τον επιβλητικό φάρο και την ατµόσφαιρα του τοπίου!
30 recommandé par les habitants
Cape Matapan
30 recommandé par les habitants
Φτάστε στο ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης. Αν και είναι σχετικά δύσκολη η πρόσβαση και δεν έχει κάτι να κάνετε εκεί, αξίζει να πάτε µόνο και µόνο για να θαυµάσετε τον επιβλητικό φάρο και την ατµόσφαιρα του τοπίου!
Το Σπήλαιο Βατσινήδη. Αν και δεν θα το βρείτε ούτε θα το προσεγγίσετε εύκολα, το θέαµα θα σας ανταµείψει! Στον δρόµο από Αρεόπολη προς Καρδαµύλη, 100 µ. µετά την παραλία του Φονέα, αναζητήστε στα δεξιά µια πινακίδα «scuba diving» καθώς δεν υπάρχει κάποιο άλλο διακριτικό. Εκεί θα αφήσετε το αυτοκίνητο και θα κατεβείτε ένα δύσβατο µονοπάτι µέχρι το εξαιρετικής φυσικής οµορφιάς ενάλιο σπήλαιο. Χωρίζεται σε 2 µεγάλους θαλάµους µε λίµνες µε θαλασσινό νερό (αν είστε τολµηροί κάντε µια βουτιά) που συνδέονται µεταξύ τους µε διάδροµο. Στην πρώτη αίθουσα ένας φεγγίτης επιτρέπει την είσοδο των ακτίνων του ηλίου που αντανακλούν στα νερά και δηµιουργούν ένα παραµυθένιο τοπίο, ενώ στη δεύτερη ένας εντυπωσιακός σταλακτιτικός διάκοσµος συνθέτει ένα απόκοσµα όµορφο σκηνικό…
Σπήλαιο "Βατσινίδη" (Vatsinidi cave)
Το Σπήλαιο Βατσινήδη. Αν και δεν θα το βρείτε ούτε θα το προσεγγίσετε εύκολα, το θέαµα θα σας ανταµείψει! Στον δρόµο από Αρεόπολη προς Καρδαµύλη, 100 µ. µετά την παραλία του Φονέα, αναζητήστε στα δεξιά µια πινακίδα «scuba diving» καθώς δεν υπάρχει κάποιο άλλο διακριτικό. Εκεί θα αφήσετε το αυτοκίνητο και θα κατεβείτε ένα δύσβατο µονοπάτι µέχρι το εξαιρετικής φυσικής οµορφιάς ενάλιο σπήλαιο. Χωρίζεται σε 2 µεγάλους θαλάµους µε λίµνες µε θαλασσινό νερό (αν είστε τολµηροί κάντε µια βουτιά) που συνδέονται µεταξύ τους µε διάδροµο. Στην πρώτη αίθουσα ένας φεγγίτης επιτρέπει την είσοδο των ακτίνων του ηλίου που αντανακλούν στα νερά και δηµιουργούν ένα παραµυθένιο τοπίο, ενώ στη δεύτερη ένας εντυπωσιακός σταλακτιτικός διάκοσµος συνθέτει ένα απόκοσµα όµορφο σκηνικό…
Όποια διαδροµή κι αν κάνετε, θα συναντήσετε κολπίσκους µε καταγάλανα νερά και παραλίες µε κάτασπρες πέτρες ή βότσαλα. Ακόµα κι αν ο καιρός δεν επιτρέπει µια βουτιά, αξίζει να σταµατήσετε για λίγο προκειµένου να τις θαυµάσετε και να βγάλετε µια φωτογραφία από ψηλά! Πιο εντυπωσιακή, η µαγευτική παραλία του Φονέα µε τον χαρακτηριστικό της βράχο που τη χωρίζει στα δύο.
28 recommandé par les habitants
Foneas beach
Επαρχιακή Οδός Καλαμάτας - Αρεόπολης
28 recommandé par les habitants
Όποια διαδροµή κι αν κάνετε, θα συναντήσετε κολπίσκους µε καταγάλανα νερά και παραλίες µε κάτασπρες πέτρες ή βότσαλα. Ακόµα κι αν ο καιρός δεν επιτρέπει µια βουτιά, αξίζει να σταµατήσετε για λίγο προκειµένου να τις θαυµάσετε και να βγάλετε µια φωτογραφία από ψηλά! Πιο εντυπωσιακή, η µαγευτική παραλία του Φονέα µε τον χαρακτηριστικό της βράχο που τη χωρίζει στα δύο.
Θαυµάστε το ηλιοβασίλεµα στο Λιµένι (5,4 χλµ. από την Αρεόπολη)! Η «βουτιά» του ήλιου στη θάλασσα και τα χρώµατα που γεµίζει ο ουρανός είναι µοναδική εικόνα.Το Λιμένι, επίνειο της Aρεόπολης, είναι κατά γενική ομολογία ένα από τα ωραιότερα οικιστικά σύνολα της Λακωνικής Μάνης με τουριστική ανάπτυξη αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια. Φτάνοντας κανείς στο Λιμένι θα θαυμάσει το Παλάτι του Πετρόμπεη με τον τετραώροφο Πύργο του και τα τοξωτά ανοίγματα του που μαρτυρά την αίγλη της εποχής. Το παλάτι είχε σημαντικό ρόλο κατά τους επαναστατικούς και τους μετεπαναστατικούς χρόνους, ενώ στην περιοχή βρίσκεται ο τάφος και η προτομή του μανιάτη στρατιωτικού ηγέτη Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Το μεγαλύτερο μέρος της παραλίας στο Λιμένι είναι βραχώδες ακόμη και μέσα στη θάλασσα, ενώ αν κάποιος θέλει να βρει μεγάλη παραλία μπορεί να πάει στη μεγάλη αμμουδιά ανάμεσα στο Νέο Οίτυλο και το Καραβοστάσι. Εκτός από το Παλάτι του Πετρόμπεη και τα όμορφα τοπία ο επισκέπτης θα δει επίσης γραφικά εκκλησάκια όπως το εκκλησάκι του Aγίου Σώστη. Το Λιμένι όπως και όλη η Λακωνική Μάνη έχει ένα μοναδικό κάλλος, ένας τόπος πετροσπαρμένος, ιστορικός με τα πυργόσπιτα που στέκουν σαν έρημα ακόμη αν έχουν ζωή σε αυτά… Αν βρεθείτε στο Λιμένι φυσικά αξίζει μια μεγάλη βόλτα στο Σπήλαιο Διρού, στο Γύθειο και στη μαγευτική Βάθεια. Κανείς δεν μένει αδιάφορος σε αυτή τη γη που εκπέμπει την δική της «ενέργεια» και μαγεύει τον επισκέπτη.
ΛΙΜΕΝΙ, ΛΑΚΩΝΙΑΣ
Θαυµάστε το ηλιοβασίλεµα στο Λιµένι (5,4 χλµ. από την Αρεόπολη)! Η «βουτιά» του ήλιου στη θάλασσα και τα χρώµατα που γεµίζει ο ουρανός είναι µοναδική εικόνα.Το Λιμένι, επίνειο της Aρεόπολης, είναι κατά γενική ομολογία ένα από τα ωραιότερα οικιστικά σύνολα της Λακωνικής Μάνης με τουριστική ανάπτυξη αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια. Φτάνοντας κανείς στο Λιμένι θα θαυμάσει το Παλάτι του Πετρόμπεη με τον τετραώροφο Πύργο του και τα τοξωτά ανοίγματα του που μαρτυρά την αίγλη της εποχής. Το παλάτι είχε σημαντικό ρόλο κατά τους επαναστατικούς και τους μετεπαναστατικούς χρόνους, ενώ στην περιοχή βρίσκεται ο τάφος και η προτομή του μανιάτη στρατιωτικού ηγέτη Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Το μεγαλύτερο μέρος της παραλίας στο Λιμένι είναι βραχώδες ακόμη και μέσα στη θάλασσα, ενώ αν κάποιος θέλει να βρει μεγάλη παραλία μπορεί να πάει στη μεγάλη αμμουδιά ανάμεσα στο Νέο Οίτυλο και το Καραβοστάσι. Εκτός από το Παλάτι του Πετρόμπεη και τα όμορφα τοπία ο επισκέπτης θα δει επίσης γραφικά εκκλησάκια όπως το εκκλησάκι του Aγίου Σώστη. Το Λιμένι όπως και όλη η Λακωνική Μάνη έχει ένα μοναδικό κάλλος, ένας τόπος πετροσπαρμένος, ιστορικός με τα πυργόσπιτα που στέκουν σαν έρημα ακόμη αν έχουν ζωή σε αυτά… Αν βρεθείτε στο Λιμένι φυσικά αξίζει μια μεγάλη βόλτα στο Σπήλαιο Διρού, στο Γύθειο και στη μαγευτική Βάθεια. Κανείς δεν μένει αδιάφορος σε αυτή τη γη που εκπέμπει την δική της «ενέργεια» και μαγεύει τον επισκέπτη.

Αξιοθέατα

Κεφαλοχώρι των Βατίκων.Το χωρίο σύμφωνα με ιστορικές πηγές κτίστικε τον 160 αι μχ. Τότε αναφέρεται οικισμός προς το καβο Μαλέα που ονομάζεται Καλύβες. Αρκετά αρχαιότερες αναφορές εξιστορούν την ύπαρξη αρχαίας πόλης που ονομαζόταν Μινιώνες προς τιμη του Βασιλιά Μίνωα της Κρήτης. Το 1828 το χωρίο αριθμεί 280 κάτοικους. Το χωριο απέχει ένα τέταρτο από τη θάλασσα όπου υπάρχουν πολλοί εξοχικοί οικισμοί όπως ο Κόρακας ή ο Προφήτης Ηλίας. Στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου Μαλέα συναντάμε τα Μοναστήρια Μαλέα.
Saint Nicholas
Κεφαλοχώρι των Βατίκων.Το χωρίο σύμφωνα με ιστορικές πηγές κτίστικε τον 160 αι μχ. Τότε αναφέρεται οικισμός προς το καβο Μαλέα που ονομάζεται Καλύβες. Αρκετά αρχαιότερες αναφορές εξιστορούν την ύπαρξη αρχαίας πόλης που ονομαζόταν Μινιώνες προς τιμη του Βασιλιά Μίνωα της Κρήτης. Το 1828 το χωρίο αριθμεί 280 κάτοικους. Το χωριο απέχει ένα τέταρτο από τη θάλασσα όπου υπάρχουν πολλοί εξοχικοί οικισμοί όπως ο Κόρακας ή ο Προφήτης Ηλίας. Στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου Μαλέα συναντάμε τα Μοναστήρια Μαλέα.